in

Το Πράσινο και το Κόκκινο. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Το Πράσινο και το Κόκκινο. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Naomi Klein, On fire. The (burning) case for a Green New Deal, Simon & Schuster 2019, 320 σελ.

Γιώργος Καλλής, Φεντερίκο ντε Μαρία, Τζάκομο ντ’ Αλίζα (επιμ.), Το λεξιλόγιο της αποανάπτυξης (μτφρ.: Όλγα Καρυώτη), Εκδόσεις των Συναδέλφων 2016, 280 σελ.

Τζον Μπέλαμι Φόστερ, Οικολογία και Καπιταλισμός (μτφρ.: Αγγελική Θεοδωρακάκου), Μεταίχμιο 2005, σελ. 370.

Η σκληρή αλήθεια στην ερώτηση “Τι μπορώ να κάνω εγώ, ως άτομο, για να σταματήσω την κλιματική αλλαγή;” είναι: τίποτα» (Ναόμι Κλάιν, On Fire)

 

Όλοι ανησυχούν για τα χειρότερα. Δεν ανησυχούν, όμως, όλοι με τον ίδιο τρόπο. Σε έγγραφo που έδωσε φέτος τον Σεπτέμβριο στη δημοσιότητα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο παραδέχεται πως

ο κίνδυνος μιας τραγικής και μη αναστρέψιμης καταστροφής αυξάνεται, πράγμα που συνεπάγεται δυνητικά απεριόριστα κόστη δραστικής κλιματικής αλλαγής, που, σε ακραία περίπτωση, περιλαμβάνουν την εξαφάνιση του ανθρώπινου είδους (η υπογράμμιση δική μου).

Έναν χρόνο πριν, η Διακυβερνητική Σύσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) εξήγησε τις συνέπειες που θα έχει η αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1,5°C σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή. Αλλά για να μείνουμε έστω στο όριο του ενάμιση βαθμού, πρόσθετε η ίδια, χρειάζονται «γρήγορες και μακράς πνοής μεταβάσεις στην ενέργεια, τη γη, τις πόλεις και τις υποδομές (συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών και των κτιρίων), και τα βιομηχανικά συστήματα». O εκμηδενισμός των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέχρι το 2050 είναι μόνο μία από αυτές τις «μεταβάσεις»: οι διαπιστώσεις δεν αρκούν πια.

Με βάση τις συστάσεις αυτές, οι Δημοκρατικοί Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτές και Εντ Μάρκι κατέθεσαν τον Μάρτιο στη Βουλή και τη Γερουσία των ΗΠΑ ψήφισμα για ένα «Πράσινο New Deal». Όμως οι περσινές προβλέψεις του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού (WMO) βεβαίωναν ότι βρισκόμαστε ακόμα πολύ μακριά από εκεί: το πιθανότερο για τις επόμενες οχτώ δεκαετίες είναι η αύξηση της θερμοκρασίας κατά 3 έως 5 βαθμούς Κελσίου.

Σαράντα χρόνια αποτυχίες                                                                                               

Η ανησυχία της Δύσης για το κλίμα έχει πίσω της μια ιστορία τουλάχιστον τεσσάρων δεκαετιών· θυμίζει τον μανιώδη καπνιστή, που πηγαίνει στο γιατρό μόνο για να αποσπάσει εγγυήσεις ότι μπορεί να συνεχίσει να καπνίζει. Οι πρώτες προειδοποιήσεις, μας λέει ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Τζον Μπέλαμι Φόστερ, ήρθαν από ερευνητές του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης στη δεκαετία του ’70 (σ. 19). Το 1987, η Έκθεση Μπάρτλαντ της Διεθνούς Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη έβαζε στο λεξιλόγιό μας τον όρο «βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη», σήμα κατατεθέν του σημιτικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα, θέλοντας να διασκεδάσει οικολογικές ανησυχίες (και, την ίδια στιγμή, να εγγυηθεί αναπτυξιακά υπερ-οράματα). Σκόπιμα ασαφής, η «βιώσιμη ανάπτυξη» σήμαινε τα πάντα και τίποτα – ή απλά ένα οξύμωρο. Γράφει ο Φόστερ:

[…] παράγοντες όπως οι υδάτινοι πόροι και η διανομή τους, η διαθεσιμότητα του καθαρού νερού, ο καταμερισμός και η διατήρηση των μη ανανεώσιμων πόρων, η διάθεση των αποβλήτων και οι συνέπειες της επιλογής συγκεκριμένων τοποθεσιών για βιομηχανικές δραστηριότητες. Όλα αυτά αποτελούν θέματα βιωσιμότητας, δηλαδή θέτουν ζητήματα δια-γενεακής δικαιοσύνης, και δεν μπορούν να ενταχθούν στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα του μη φιλάνθρωπου κεφαλαίου, το οποίο πρέπει να αποσβέσει την επένδυσή του στο άμεσο μέλλον, καθώς και να εξασφαλίσει μια εισροή κερδών για να δικαιολογήσει το ρίσκο και να έχει μεγαλύτερη απόδοση από εναλλακτικές επενδυτικές ευκαιρίες (σ. 21-22) (1)

Οι διακυβερνητικές διασκέψεις για το κλίμα, θυμάται με τη σειρά της στο On Fire («Καιγόμαστε») η Ναόμι Κλάιν, οργανώνονται από το 1988. Ο απολογισμός; Από τότε μέχρι σήμερα, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αυξήθηκαν κατά 40%. Τα ήδη ανησυχητικά στοιχεία που δημοσιεύουν οι διεθνείς οργανισμοί, εξάλλου, προκειμένου να έχουν την ευρύτερη δυνατή υποστήριξη επιστημόνων, συνήθως προσαρμόζονται προς τα κάτω, στους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς: το πρόβλημα το καταλαβαίνει κανείς στις πραγματικές διαστάσεις του όταν απανθρακώνεται ο Αμαζόνιος και καταστρέφεται η Σιβηρία τον ίδιο μήνα.

Ο ρυπαίνων κι ας πληρώνει

Ο «συναγερμός» για το κλίμα είναι δωρεάν, όσο η καταστροφή του περιβάλλοντος αποτιμάται με κριτήρια πολιτικής οικονομίας, ως «αρνητικό εξωτερικό κόστος» (externality), που καλείται να πληρώσει ο ρυπαίνων, κατά την αρχή του Άγγλου οικονομολογου Άρθουρ Πιγκού (1877-1959). Η καταστροφή που προκαλεί ο ρυπαίνων, ή ο εμπρηστής, δεν είναι μόνο βραχυπρόθεσμη, ούτε και μπορεί να αποτιμηθεί οικονομικά. Στην πραγματικότητα, δε, ο ρυπαίνων δεν πληρώνει ποτέ. Ο σύμβουλος της κυβέρνησης Κλίντον, Λώρενς Σάμερς, έγινε περίγελως όταν διέρρευσε η πρότασή του, οι ΗΠΑ να ξεφορτώνονται τις «βρώμικες» βιομηχανίες στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ως γνωστόν, δε, η σημαντικότερη διεθνής πρωτοβουλία για το κλίμα, το Πρωτόκολλο του Κιότο (1997), αποδείχθηκε το μεγαλύτερο φιάσκο της «παγκόσμιας διακυβέρνησης», καθώς ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και Ιαπωνία πέτυχαν οι χώρες-ρυπαντές να αγοράζουν άδειες εκπομπής ρύπων (π.χ. από τη Ρωσία). Μόνη κύρωση σε βάρος τους, αν ξεπερνούσαν τα επιτρεπτά όρια ρύπανσης, θα ήταν να αναθεωρηθούν προς τα πάνω οι στόχοι τους για μείωση των ρύπων σε επόμενη φάση.

Ο πρόεδρος Μπους ήταν ειλικρινής: το Κιότο ήταν ατελές, αφενός διότι άφηνε απ’ έξω την Ινδία και την Κίνα (οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και η στρατιωτική βιομηχανία είναι η βασική κινητήρια δύναμη της κλιματικής κρίσης), αφετέρου γιατί η εφαρμογή του θα έπληττε την οικονομία των ΗΠΑ με απολύσεις εργαζομένων και αυξήσεις τιμών (σ. 33). Για να υπάρξει αξιοσημείωτη βελτίωση, σημείωναν οι Times του Λονδίνου, χρειαζόμασταν άλλες 35 συμφωνίες σαν το Κιότο: και να εφαρμοζόταν η πρώτη, η αύξηση της θερμοκρασίας θα ήταν μόλις 0,15 βαθμούς Κελσίου μικρότερη σε σχέση με τη μη εφαρμογή (σ. 40).

Πράσινο New Deal

Να γιατί είναι σημαντικές οι σχολικές απεργίες της Γκρέτας: μετά τις προαναγγελθείσες αποτυχίες των κυβερνήσεων και των διεθνών οργανισμών επί τέσσερις δεκαετίες, και σε συνέχεια σημαντικών εθνικών κινημάτων που προηγήθηκαν παντού στον κόσμο (ενάντια σε εξορύξεις, ιδιωτικοποιήσεις αγαθών και διεθνείς εμπορικές συμφωνίες), σήμερα υπάρχει ένας «συναγερμός» άλλου είδους: ένα πραγματικά διεθνές κίνημα, τμήματα του οποίου, όπως το Εxtinction Rebellion (Εξέγερση Εξαφάνισης), ενδιαφέρονται για τη συγκεκριμένη πολιτική, ζητώντας για παράδειγμα ένα «Πράσινο New Deal». Τον όρο, εξηγεί η Κλάιν, εισήγαγαν

μερικά μικρά Πράσινα κόμματα στον κόσμο. Το 2014, στο βιβλίο μου This Changes Everything: Capitalism vs. the Climate (2), διερεύνησα αυτή την ολιστική προσέγγιση σε βάθος. Το ιστορικό προηγούμενο που χρησιμοποίησα τότε ερχόταν από μια Βολιβιανή κλιματική διαπραγματεύτρια, την Angélica Navarro Llanos, που εκφώνησε μια καταιγιστική ομιλία στη σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα, το 2009: «Χρειαζόμαστε μια μαζική κινητοποίηση, μεγαλύτερη από οποιαδήποτε στην ιστορία. Χρειαζόμαστε ένα Σχέδιο Μάρσαλ για τη Γη».

Εκτός από τη Μεγάλη Ύφεση των ‘30s, το αρχικό New Deal του Ρούσβελτ είχε να αντιμετωπίσει την καταστροφή του Dust Bowl. Στο βαθμό, λοιπόν, που συνδυάζει τη μέριμνα για τις δύο μεγάλες κρίσεις που προκαλεί σήμερα ο καπιταλισμός, το αίτημα για ένα Πράσινο New Deal βρίσκει ευήκοα ώτα: στην αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, τους Βρετανούς Εργατικούς, τους Ισπανούς Σοσιαλιστές, το DIEM25. Είναι στο κλίμα αυτό που ο Φράνσις Ρούνι, μέλος του Αμερικανικού Κογκρέσου, γίνεται ένας από τους πολλούς που αμφισβητούν τον Τραμπ, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου:

Είμαι ένας συντηρητικός Ρεπουμπλικάνος και πιστεύω ότι η κλιματική αλλαγή είναι πραγματική […] Αν δεν αλλάξουμε σύντομα τη θέση του κόμματός μας, οι ψηφοφόροι μας θα μας τιμωρήσουν.

Παρότι χρηματοδοτείται αδρά από τους βιομηχάνους, η άρνηση της κλιματικής αλλαγής πείθει πια όλο και δυσκολότερα. Στις 4 Σεπτεμβρίου, το CNN αφιέρωσε εφτά ώρες στους διεκδικητές του χρίσματος των Δημοκρατικών, ρωτώντας τους τι θα κάνουν για το κλίμα: ο Τζο Μπάιντεν υποσχέθηκε 1.7 τρις δολάρια για μια «επανάσταση της καθαρής ενέργειας» και ο Μπέρνι Σάντερς 16.3 τρις για μια «πανεθνική κινητοποίηση. Ο Εconomist αφιέρωσε στην κλιματική αλλαγή το τεύχος της 21ης Σεπτεμβρίου – έστω, ειρωνευόμενος «κάποιους φερέλπιδες της προεδρίας». Στη Γερμανία, στον απόηχο και της ανόδου των Πρασίνων, ακόμα και ο αρχηγός της νεολαίας της ακροδεξιάς «Εναλλακτικής» ζήτησε τον Μάιο από την ηγεσία να ξεπεράσει την άρνηση και να αναγνωρίσει το προφανές: υπάρχει ζήτημα ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής.

Είμαστε άραγε μπροστά σε ένα πράσινο σαξές στόρι;

Η γοητεία του Μάλθους

Μπορεί η παραδοχή της κλιματικής κρίσης να είναι ευρύτατη, όμως η ίδια οδηγεί σε αντικρουόμενα συμπεράσματα. Ο Εconomist σημειώνει ότι ο αιώνας της κλιματικής αλλαγής είναι ο αιώνας που διπλασιάστηκε ο πληθυσμός στον πλανήτη. Το κεντρικό άρθρο του, όπως και άλλα στο ίδιο μήκος, εξηγεί:

Το κλίμα που αλλάζει στον πλανήτη και η αξιοσημείωτη αύξηση του αριθμού των ανθρώπων και του πλούτου πηγάζουν από την καύση δισεκατομμυρίων τόνων ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή βιομηχανικής ενέργειας, ηλεκτρισμού, μεταφορών, θέρμανσης και, πιο πρόσφατα, υπολογιστικών συστημάτων (η υπογράμμιση δική μου).

«Η εποχή κατά την οποία ο αριθμός των ανθρώπων υπερβαίνει τα μέσα συντήρησης έχει από καιρό φτάσει», σημείωνε ο αιδεσιμότατος Τόμας Μάλθους στα 1798 (Πρώτο και Δεύτερο Δοκίμιο «για την αρχή του πληθυσμού όπως επιδρά στη μελλοντική πρόοδο της κοινωνίας»). Ο πληθυσμός γενικώς των ανθρώπων ενοχλεί. Ακόμα περισσότερο, όμως, ενοχλεί ο πληθυσμός των εκάστοτε «άλλων»: στο Δεύτερο Δοκίμιο, που μάλλον ενέπνευσε την πρόσφατη εγκύκλιο Μηταράκη, ο Μάλθους, σημειώνει ότι

στα παράνομα παιδιά, μετά την προσήκουσα προειδοποίηση, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να επιτραπεί η αξίωση οποιουδήποτε επιδόματος […] Το βρέφος συγκριτικά δεν έχει καμία αξία για την κοινωνία, καθώς άλλα θα πάρουν τη θέση του αμέσως.

Ακολουθώντας τον Μάλθους, με τον όρο «πληθυσμός» ο Βρετανός ωφελιμιστής φιλόσοφος και οικονομολόγος Τζον Στιούαρτ Μιλ εννοούσε την εργατική τάξη: για τον Μιλ, η πληθυσμιακή αύξηση των εργατών έθετε εκ των πραγμάτων ζήτημα ελέγχου των γεννήσεων. Στα μέσα του ’70, όταν οι ερευνητές του ΜΙΤ μιλούσαν για κλιματική αλλαγή, ο Γκάρετ Χάρντιν (γνωστός από το διαβόητο άρθρο «Η τραγωδία των κοινών») προειδοποιούσε:

Οι λιγότερο προνοητικοί και οι λιγότερο ικανοί θα πολλαπλασιάζονταν εις βάρος των ικανών και πιο προνοητικών, προκαλώντας τελικά την εξόντωση όλων.

Η ηχώ αυτών των μηνυμάτων φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Λίγο πριν από τις φετινές ευρωεκλογές, ο 24χρονος επικεφαλής του Εθνικού Συναγερμού (του κόμματος της Μαρίν Λεπέν), Ζορντάν Μπαρντελά, δήλωνε πως «τα σύνορα είναι ο καλύτερος σύμμαχος του περιβάλλοντος· μέσα από αυτά θα σώσουμε τον πλανήτη». Για τη νεολαία της «Εναλλακτικής» στο Βερολίνο, ο «υπερπληθυσμός» είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής. Εξίσου ανήσυχη, όμως, είναι και η Μέτε Φρέντρικσεν, αρχηγός των Δανών Σοσιαλδημοκρατών και πρωθυπουργός από φέτος τον Ιούνιο. Επιχειρηματολογώντας για την ανάγκη να επιβληθούν σκληρότερες ποινές και η περιθωριοποίηση των Μουσουλμάνων, μόλις τον Μάιο προειδοποιούσε ότι

Η Δανία και ο κόσμος αντιμετωπίζουν μια πραγματικά δύσκολη κατάσταση. Μια καινούρια κατάσταση. Οι πρόσφυγες που βρίσκονται σε κίνηση φτάνουν σε αριθμούς ρεκόρ […] Η κλιματική αλλαγή θα αναγκάσει πολλούς να μετακινηθούν. Και προσθέστε σε αυτό το γεγονός ότι ο πληθυσμός της Αφρικής αναμένεται να διπλασιαστεί από το 2050 περίπου.

Η οικολογία είναι πολιτική

Μέχρι τώρα ήταν απλό: σε ό,τι είχε να κάνει με την κλιματική αλλαγή, στα δεξιά ήταν αυτοί που την αρνούνταν – στ’ αριστερά όσοι ανησυχούσαν γι’ αυτήν και τη συνέδεαν με τα ορυκτά καύσιμα και τον καπιταλισμό. Η σύνδεση της οικολογικής κρίσης με τον (υπερ)πληθυσμό, σήμερα, δείχνει ότι

η οικολογία δεν είναι η νέα μαγική λέξη που ανοίγει όλες τις πόρτες. Η «οικοανάπτυξη» απαιτεί συνειδητό και συλλογικό έλεγχο της επιστήμης, της τεχνικής, των επιλογών παραγωγής και κατανάλωσης, άρα μια ριζοσπαστική δημοκρατική επιλογή και μια συνολική προσέγγιση […] Η «οικοκρατία», αντίθετα, μπορεί να πάρει μορφή ρεφορμιστικού και τεχνοκρατικού περιβαλλοντισμού ο οποίος θα διαιωνίζει, με πρόσχημα την ειδημοσύνη, τον παραγκωνισμό και την αρμοδιότητα του πολίτη […] Η οικολογία δεν είναι ανεξάρτητη από την πολιτική (3).

Ένα παράδειγμα αυτής της «εξάρτησης» δίνει ο Γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετύ στο πρόσφατο βιβλίο του:

[…] η εξέγερση των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία στα τέλη του 2018 είναι ιδιαίτερη εμβληματική. Η κυβέρνηση είχε προβλέψει μεγάλες αυξήσεις στο φόρο άνθρακα για το 2018-9 [αλλά] με έναν τρόπο σχεδόν καρικατουρίστικο. Μόνο ένα μικρό μέρος (λιγότερο από 20%) των εσόδων του φόρου θα αποδιδόταν στην οικολογική μετάβαση και τα μέτρα εξισορρόπησης – το υπόλοιπο θα χρηματοδοτούσε άλλες προτεραιότητες, και ιδιαίτερα σημαντικές μειώσεις φόρων για τις κοινωνικές ομάδες με τα υψηλότερα εισοδήματα και τις μεγαλύτερες περιουσίες (Capital et Idéologie, κεφ. «Justice sociale, justice climatique», Seuil 2019).

Για να εξηγήσει τις διαφορετικές πολιτικές διαδρομές της οικολογικής ανησυχίας, ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ παραθέτει το κείμενο ενός Γερμανού δημοσιογράφου στην εφημερίδα Die Zeit:

Ο κόσμος είναι θύμα της αφθονίας μέσα στην οποία έζησε εις βάρος του εαυτού του, αλλά με τον τρόπο αυτόν ανανεώνεται επίσης και θα καταλήξει να βρει λίγο περισσότερη ισορροπία με λίγο λιγότερο πληθυσμό […] Μόνο η φτώχεια μπορεί να μας σώσει […]: η καταναγκαστική στέρηση. Και καθώς κανένας δεν θα επιλέξει οικειοθελώς την κατάσταση φτώχειας ενόσω αρκεί να απλώσει το χέρι για να έχει τα πλούτη , αυτή η φτώχεια πρέπει να επιβληθεί σαν αναπόφευκτο πεπρωμένο (Jürgen Dahl, «Η τελευταία αυταπάτη», 23.11.1990) (4).

Στο Οικολογία και καπιταλισμός (μετριοπαθής ελληνική μετάφραση του βιβλίου του Ecology Against Capitalism), o εκδότης του Monthly Review Τζον Μπέλαμι Φόστερ διευκρινίζει:

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται όχι από τις περιοχές του κόσμου με τον υψηλότερο ρυθμό πληθυσμιακής αύξησης, αλλά από τις περιοχές του κόσμου με τη μεγαλύτερη συσσώρευση κεφαλαίου, από τις περιοχές όπου τα οικονομικά και οικολογικά απόβλητα έχουν γίνει πλέον τρόπος ζωής (σ. 313).

Με τη σειρά της, η Μέλανι Κλάιν βρίσκει στα «Κίτρινα Γιλέκα» ένα δίλημμα που απασχολεί τους υποστηρικτές του Πράσινου New Deal: (πράσινες) πολιτικές που μας σώζουν από το τέλος του κόσμου ή (κόκκινες) πολιτικές που ανησυχούν για όσους δεν μπορούν να βγάλουν το τέλος του μήνα;

Σε αντίθεση με προσεγγίσεις που μετακυλίουν τα κόστη της μετάβασης στον κόσμο της δουλειάς, το Πράσινο New Deal εστιάζει στο πάντρεμα της μείωσης της ρύπανσης με τις βασικές προτεραιότητες των πιο ευάλωτων εργαζόμενων και των πλέον αποκλεισμένων κοινοτήτων. Αυτό είναι το πλεονέκτημα τού να έχεις εκπροσώπους στο Κογκρέσο με ρίζες στους αγώνες της εργατικής τάξης για δουλειές με βιώσιμους μισθούς και μη μολυσμένο νερό και αέρα — γυναίκες όπως η Rashida Tlaib, που βοήθησαν να κερδηθεί η μάχη ενάντια στο τοξικό βουνό πετρελαϊκού κόκ των βιομηχανιών Koch.

Κριτική του Πράσινου New Deal

Συμφωνία με το κεφάλαιο, τη στιγμή που ο καπιταλιστικός κόσμος περιμένει άλλο ένα επεισόδιο κρίσης; Κινήματα χωρίς απάντηση στο ερώτημα «και τι θα γίνει αν σας αρνηθούν»; Μια (εύλογη) αριστερή κριτική θα έλεγε ότι το Πράσινο New Deal μπορεί, ελλείψει ισχύος, να γίνει το σύνθημα μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας, που θα χρησιμοποιήσει τα κινήματα για να τα ανταλλάξει με θέσεις στη Βουλή και τη Γερουσία. Ο μαρξιστής οικονομολόγος Μάικλ Ρόμπερτς εξηγεί ότι τα πράγματα είναι κάπως πιο σύνθετα:

Το Πράσινο New Deal θέλει να εγκαθιδρύσει ένα εθνικό σύστημα υπηρεσιών υγείας δωρεάν για όλους στο σημείο της χρήσης […] δωρεάν πανεπιστημιακή εκπαίδευση και τερματισμό του μεγάλου βάρους των φοιτητικών δανείων που φορτώνεται η εργατική τάξη. Και θέλει να δημιουργήσει θέσεις εργασίας με αξιοπρεπείς μισθούς για περιβαλλοντικά στιβαρά σχέδια μέσα από δημόσιες επενδύσεις. Ένα τέτοιο πρόγραμμα μπορεί να είναι μετριοπαθές και θα συναντήσει σοβαρή αντίσταση από το αμερικανικό κεφάλαιο

[…] Θέλω να είμαι σαφής, οι Αριστεροί Δημοκρατικοί και οι υποστηρικτές της Σύγχρονης Νομισματικής Θεωρίας (Modern Monetary Theory, MMT) σωστά πιέζουν για μέτρα που θα μπορούσαν πραγματικά να βοηθήσουν «τους πολλούς» στην Αμερική. Αλλά από τη δική μου σκοπιά, θα είναι μια αυταπάτη να σκεφτούμε ότι η Πράσινη Νέα Συμφωνία μπορεί να εφαρμοστεί, έστω και με οικονομικούς όρους, απλά ακολουθώντας την MMT και τυπώνοντας τα δολάρια που χρειάζονται. Ναι, το κράτος μπορεί να τυπώσει όσα θέλει, αλλά η αξία κάθε δολαρίου […] δεν είναι υπό τον έλεγχο του κράτους εκεί όπου κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Τι συμβαίνει όταν τα κέρδη πέφτουν και μειώνεται η επένδυση σε έναν καπιταλιστικό τομέα; Η μεγέθυνση και ο πληθωρισμός εξαρτώνται ακόμα από τις αποφάσεις του κεφαλαίου, όχι του κράτους

[…] Ακόμα και αν δεχτούμε ότι οι προβολές της MMT/του Ινστιτούτου Levy μπορούν να επαληθευτούν, δεν θα απέδιδαν βιώσιμο διπλασιασμό της ανάπτυξης στις ΗΠΑ, που θα ήταν πάνω από 750 δις δολάρια το χρόνο.  Κάτι τέτοιο θα σήμαινε τον τριπλασιασμό της ανάπτυξης από επενδύσεις. Σε μια δεκαετία, ακόμα και ένα μέρος αυτού του ποσού θα κάλυπτε τις χρηματοδοτικές απαιτήσεις του Πράσινου New Deal. Αλλά ένας τέτοιος ρυθμός ανάπτυξης είναι αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς μια ουσιαστική αλλαγή στην οικονομική δομή των ΗΠΑ. Δεν θα συμβεί όταν το 80% των συνολικών επενδύσεων προέρχεται από τον καπιταλιστικό τομέα και εξαρτάται από την κερδοφορία του κεφαλαίου.  Αυτό μας λέει ότι η Νέα Πράσινη Συμφωνία μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν το 80% των παραγωγικών τομέων κοινωνικοποιηθούν και ενσωματωθούν στα ομοπονδιακά, κρατικά και τοπικά σχέδια επενδύσεων και παραγωγής. Αυτό το ερώτημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να αγνοηθεί από τους υποστηρικτές της ΜΜΤ (5).

Αποανάπτυξη: το σαλιγκάρι και η ηθική κριτική της λεηλασίας της φύσης

Ακόμα και με τους ευγενέστερους σκοπούς, η κριτική με τη γλώσσα των ποσοστών, των επενδύσεων και των λοιπών οικονομικών στόχων, είναι μια κριτική που μοιάζει να αφορά (κυρίως) οικονομολόγους – συνεπώς είναι ελάχιστα ελκυστική. Στο Λεξιλόγιο της Αποανάπτυξης, οι επιμελητές μας λένε κάτι απλό:

η αποανάπτυξη αποτελεί κριτική στη μεγέθυνση […] είναι μια επιθυμητή κατεύθυνση, βάσει της οποίας οι κοινωνίες θα χρησιμοποιούν λιγότερους φυσικούς πόρους και θα οργανώνονται και θα ζουν διαφορετικά σε σχέση με τη σημερινή εποχή. Το «μοίρασμα», η «απλότητα», η «συμβιωτικότητα», η «φροντίδα» και τα «κοινά» είναι οι πρωταρχικές έννοιες που συγκροτούν την εικόνα μιας τέτοιας κοινωνίας […] Η αποανάπτυξη δεν αποζητά να κάνουμε τα ίδια απλώς σε μικρότερο βαθμό (σ. 21).

Ο Σερζ Λατούς, πρωτεργάτης της Σχολής της Αποανάπτυξης, έλεγε ότι ο στόχος δεν είναι να κάνουμε έναν ελέφαντα λιγνό, αλλά να τον μετατρέψουμε σε σαλιγκάρι. Η μεταφράστρια Όλγα Καρυώτη εξηγεί ότι πρόκειται για μεταφορά του Ιβάν Ίλιτς που ο ενέπνευσε τον Λατούς:

Το σαλιγκάρι φτιάχνει το κέλυφός του προσθέτοντας σπείρες μέχρι που κάποια στιγμή σταματά γιατί κάθε επιπλέον σπείρα αυξάνει το βάρος του κελύφους του πολλαπλασιαστικά. Εάν το σαλιγκάρι εξακολουθούσε να είναι παραγωγικό πέρα από ένα όριο, δεν θα ωφελούνταν από το μεγαλύτερο κέλυφος, αλλά, αντιθέτως, θα το έφερε ως βάρος (σ. 38).

Το βιβλίο των Καλλή, ντ’ Αλίζα και Ντεμαρία συζητά πώς μπορεί να επιτευχθεί η απαλλαγή από το βάρος αυτό. Περιλαμβάνει 42 λήμματα, που ταξινομούνται σε τέσσερα μέρη: Στο πρώτο συζητιούνται τα ρεύματα σκέψης από τα οποία έχει επηρεαστεί η Αποανάπτυξη. Τα επόμενα περιλαμβάνουν τον πυρήνα εννοιών που σχετίζονται με το εγχείρημα (δεσπόζει εδώ η αυτονομία και η σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη), τα κινήματα που φώτισαν πλευρές του εγχειρήματος, και τέλος τις δυνατές συμμαχίες, πολιτικές και θεωρητικές. Ο αντιωφελιμισμός του Γάλλου κοινωνιολόγου Αλέν Καγέ είναι μια βασική αναφορά στη σκέψη της αποανάπτυξης. Ο Καγέ λέει ότι η ωφελιμιστική σκέψη καταργεί τη συνθετότητα και την πολλαπλότητα των μορφών ζωής των ανθρώπων, περιορίζοντάς τους σε οικονομικούς εγωιστές Η σύγκριση με την ταξινόμηση των στόχων ζωής που πρότειναν οι Βραχμάνοι δίνει ένα μέτρο για τη φτώχεια του δυτικού οικονομικού φαντασιακού:

ηδονή, συμφέρον, καθήκον, χαλαρή απελευθέρωση από κάθε σκοπό […] ο ωφελιμισμός έχει υποβαθμίσει μια πολλαπλότητα στόχων στο αποκλειστικό βασίλειο του συμφέροντος (σ. 47).

Σε μια λίγο παλιότερη έκδοση (11 κείμενα για την αποανάπτυξη), ο Καλλής εξηγεί ότι Αποανάπτυξη δεν σημαίνει απρογραμμάτιστη και ακούσια μείωση του ΑΕΠ. Η μείωση του ΑΕΠ θα έχει καταστροφικές κοινωνικές επιπτώσεις

τις οποίες δεν μπορούμε να αγνοούμε […] Στις συζητήσεις περί αποανάπτυξης έχουν τεθεί διάφορες προτάσεις προς συζήτηση. Οι προτάσεις αυτές συμπεριλαμβάνουν πρώτον, ριζοσπαστικές πολιτικές και θεσμικές αλλαγές εντός του υπάρχοντος συστήματος […] δραστικές αλλαγές στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με δημόσιο έλεγχο της παραγωγής χρήματος, απόλυτα περιβαλλοντικά όρια, π.χ. στην συνολική χρήση υδρογονανθράκων παγκοσμίως, μορατόρια σε νέες εξορύξεις ή σε υποδομές μεγάλης κλίμακας, οικολογικούς φόρους, μείωση του ωραρίου και της μισθωτής εργασίας, θεσμοθετημένο βασικό εισόδημα για όλους και ενδυνάμωση των δημόσιων και συνεταιριστικών παροχών στους τομείς της στέγασης, της υγείας ή της εκπαίδευσης. Δεύτερον η αποανάπτυξη νοηματοδοτεί και προτείνει καινοτόμες ιδέες δημιουργίας καινούργιων κοινωνικών χώρων έξω από τον καπιταλισμό, όπως οικοκοινότητες, μοντέλα συστέγασης, νέες μορφές συνεταιριστικής παραγωγής και κατανάλωσης, ποικίλα συστήματα ανταλλαγής χωρίς την μεσολάβηση χρήματος, τοπικά νομίσματα, ανταλλακτικές αγορές, κλπ. Το κεντρικό σύνθημα της αποανάπτυξης είναι το κάλεσμα για «έξοδο από την οικονομία», τη δημιουργία δηλαδή νέων χώρων απλότητας και λιτής αφθονίας, ανταλλαγών και συντροφικότητας έξω από τον καπιταλισμό (6).

Οι απόψεις αυτές έχουν το πλεονέκτημα ότι δεν μένουν στην οικονομία. Η ηθική διάσταση, η διάσταση του νοήματος της ζωής, είναι καίρια. Και αυτή τη διάσταση τονίζει η φράση «απο-αποκιοποίηση του φαντασιακού», που ανήκει στον Καστοριάδη. Αυτό, από την άλλη, δεν σημαίνει έλλειψη θεωρητικής οικονομικής βάσης. Η αναγνώριση της ανάγκης να τερματιστεί η οικονομική μεγέθυνση στις υπεραναπτυγμένες οικονομίες, ακόμα και να συρρικνωθούν αυτές, στηρίζεται στο έργο του Νίκολας Γκεοργκέσκου-Ρέγκεν Ο Νόμος της Εντροπίας και η Οικονομική Διαδικασία (The Entropy Law and the Economic Process). Εκεί, ο Αμερικανορουμάνος οικονοομολόγος θέτει τη βάση των σύγχρονων οικολογικών οικονομικών, υποστηρίζοντας ότι τα αγαθά της φύσης υποβαθμίζονται με τρόπο μη αναστρέψιμο όταν υπάγονται σε οικονομική δραστηριότητα. Για τον Λατούς, η αποανάπτυξη μπορεί να συνοψιστεί σε ένα πρόγραμμα οκτώ αλλαγών: επαναξιολόγηση, επαναεννοιολόγηση, αναδόμηση,  αναδιανομή, επανεντοπισμός, μείωση, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση.

Η κριτική της κριτικής: οι μαρξιστές για την αποανάπτυξη

Θεωρητικός του επαναστατικού ρομαντισμού, και συγγραφέας των δύο Οικοσοσιαλιστικών Μανιφέστων (μαζί με τον Αμερικανό Τζόελ Κόβελ), ο Μικαέλ Λεβί θεωρεί την αποανάπτυξη δύναμη συμμαχική για τον οικοσοσιαλισμό: ό,τι χωρίζει στη θεωρία, δεν χωρίζει απαραίτητα και στην πολιτική. Πιο επιφυλακτικός, ο Τζον Μπέλαμι Φόστερ εξηγεί σε τι συνίσταται η μαρξιστική κριτική:

Η απόμεγέθυνση ως τέτοια δεν θεωρείται, ακόμα και από τους θιασώτες της, ως σταθερή λύση, αλλά ως λύση που επιδιώκει να μειώσει το μέγεθος της οικονομίας σε ένα επίπεδο εκροής που μπορεί να διατηρείται εις το διηνεκές σε σταθερή κατάσταση.

[…] Ο Λατούς προσπαθεί να διακρίνει ανάμεσα στο σχέδιο της αποανάπτυξης και τη σοσιαλιστική κριτική του καπιταλισμού: (1) δηλώνοντας ότι, τουλάχιστον στη θεωρία, «είναι δυνατό να συλλάβουμε έναν οικολογικά συμβατό καπιταλισμό», (2) προτείνοντας τη θέση ότι οι κεϋνσιανές και οι λεγόμενες «φορντιστικές» προσεγγίσεις στη ρύθμιση, που συνδέονται με τη σοσιαλδημοκρατία, θα μπορούσαν –αν είναι ακόμα εφικτό– να τιθασεύσουν τον καπιταλισμό, ωθώντας τον στο «ενάρετο μονοπάτι του οικο-καπιταλισμού» και (3) επιμένοντας ότι η αποανάπτυξη δεν επιδιώκει να διαρρήξει τη διαλεκτική κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας ή να επέμβει στην ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Σε άλλα κείμενα, ο Λατούς διευκρινίζει ότι βλέπει το σχέδιο της αποανάπτυξης ως συμβατό με τη συνεχή αξιοποίηση (δηλαδή την επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων) και ότι κάθετί που πλησιάζει την ουσιαστική ισότητα θεωρείται μη επιτεύξιμο (7).

Για τον Φόστερ, ο οικολογικός αγώνας δεν πρέπει να επιδιώκει αφηρημένα την αποανάπτυξη, αλλά συγκεκριμένα την από-συσσώρευση  — «μια μετάβαση μακριά από ένα σύστημα αφοσιωμένο στη συσσώρευση κεφαλαίου χωρίς τέλος». Αν αυτή είναι μια απάντηση στην οικο-καπιταλιστική κρίση πιο ρεαλιστική, απ’ ό,τι για παράδειγμα η Πράσινη Νέα Συμφωνία με το κεφάλαιο, που στηρίζεται στο «τύπωμα» χρήματος, όσοι την υπερασπιζόμαστε χρειάζεται να την κάνουμε συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα, με διεθνείς συμμαχίες (δεν υπάρχει οικοσοσιαλισμός σε μία χώρα), και «ιδιαίτερα καθήκοντα» ανά εθνική περίπτωση. Το κίνημα της Γκρέτας το κάνει πιο επείγον: χωρίς αυτό, η συζήτηση θα ήταν μια ανώδυνη θεωρητικολογία επί της οθόνης. 

_________________________

Σημειώσεις

(1) Για μια κριτική, βλ. Michael Redclift, “Sustainable Development (1987–2005): An Oxymoron Comes of Age”, Sustainable Development 13, 2005, pp. 212–227.

(2) Στα ελληνικά: Αυτό αλλάζει τα πάντα. Καπιταλισμός εναντίον Κλίματος (μτφρ. Δάφνη-Μαρία Βουβάλη, Άγγελος Φιλιππάτος), Λιβάνης 2015.

(3) Ντανιέλ Μπενσαΐντ, Ο Μαρξ της εποχής μας, Τόπος 2013, σ. 433-4

(4) Ό.π., σ. 423. Το παράθεμα είναι από το βιβλίο του Αντρέ Γκορζ Capitalisme, écologie, socialisme (1991)

(5) Michael Roberts, “The Green New Deal and Changing America”, The Next Recession, 8.2.2019 [https://thenextrecession.wordpress.com/2019/02/08/the-green-new-deal-and-changing-america/]

(6) Γιώργος Καλλής, «Αποανάπτυξη: κάλεσμα για την εκ νέου ριζοσπαστικοποίηση της οικολογίας», στο: Συλλογικό, Πέρα από το δίλημμα «ανάπτυξη ή λιτότητα». 11 κείμενα για την αποανάπτυξη, Ηλιόσποροι 2013.

(7) John Bellamy Foster, “Capitalism and Degrowth: An Impossibility Theorem”, Monthly Review, 1.1.2011 [https://monthlyreview.org/2011/01/01/capitalism-and-degrowth-an-impossibility-theorem/?fbclid=IwAR0DVMPr3qEScaDrwAgIQopCMktMygEARG5hEQgMtZe4C9IvHQRTCaq19C8]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

«Μετρό: Δεν φταίνε τα αρχαία για τις καθυστερήσεις, αλλά οι εργολάβοι και οι κυβερνήσεις»

Οι εταιρείες εξόρυξης απαλλάσσονται από την υποχρέωση εκπόνησης περιβαλλοντικής μελέτης