in

Πολιτική και οικονομία της μνήμης. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Πολιτική και οικονομία της μνήμης. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Paloma Aguilar Fernández, Μνήμη και λήθη του Ισπανικού Εμφυλίου. Δικτατορία, Δημοκρατία και διαχείριση του παρελθόντος (απόδοση στα ελληνικά: Σπύρος Κακουριώτης, Χάρης Παπαγεωργίου – επιστημονική επιμέλεια: Στάθης Ν. Καλύβας), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2005, σσ. 405

Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Ανεπιθύμητο παρελθόν. Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων και η καταστροφή τους (Αύγουστος 1989), Θεμέλιο 2018, σσ. 290.

[Το δεύτερο μέρος του άρθρου «Εθνική συμφιλίωση ή μονομερής “αποχαιρετισμός στα όπλα”;»]

Όπως συμβαίνει με όλους τους πολέμους, όσα κερδήθηκαν στους εμφυλίους του προηγούμενου αιώνα με πόλεμο, ανατρέπονται μόνο με πόλεμο. Μήπως τότε η κριτική στην «εθνική συμφιλίωση» (στην Ελλάδα, την Ισπανία κ.ο.κ.) είναι συγκαλυμμένη νοσταλγία εμφυλίων; Ή μήπως θυμίζει, αντίθετα, πως συμφιλίωση χωρίς δικαιοσύνη είναι συνέχεια του πολέμου με άλλα μέσα;

Ας τα πάρουμε από την αρχή: Η ισπανική επανάσταση του 1936-1939 ήταν το τελευταίο μεγάλο επεισόδιο πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ξεκίνησε με το πραξικόπημα των Εθνικιστών στις 18 Ιουλίου 1936, κατά της εκλεγμένης κυβέρνησης της Δεύτερης Δημοκρατίας, που εγκαταστάθηκε το 1931, στη θέση του δικτάτορα Πρίμο ντε Ριβέρα. Για την πλευρά της ισπανικής Δεξιάς, που βάφτισε το πραξικόπημά της «εξέγερση», μέσα σε πέντε χρόνια η Δημοκρατία βύθισε την Ισπανία «στην αναρχία», υπονόμευσε την εδαφική ακεραιότητα της χώρας δίνοντας αυτονομία σε Βάσκους και Καταλανούς, και συνωμοτούσε τάχα υπέρ της «Σοβιετικής Ένωσης, για να επιβάλει τη δικτατορία του προλεταριάτου στην Ισπανία» (Αγκουιλέρα, σ. 76). Ο Ντιέγκο Καμάτσο, αναρχικός βιογράφος του Ντουρούτι, θυμάται αλλιώς εκείνα τα χρόνια:

Τα πράγματα είχαν χειροτερέψει στην οικογένειά μου, όπως και σε άλλα σπίτια εργατών, εξαιτίας της επιδεινούμενης κρίσης που η Δημοκρατία δεν μπορούσε να ελέγξει, πρώτον λόγω της αδυναμίας να περιορίσει τις συνέπειες, και κυρίως λόγω της στάσης της αστικής τάξης που υπέσκαπτε το νέο καθεστώς, τόσο στον βιομηχανικό κόσμο, όσο και στον αγροτικό. Τα εργοστάσια έκλειναν και τα χωράφια έμεναν ακαλλιέργητα, η Δημοκρατία, όμως, αντί να απαντήσει σε αυτά τα σαμποτάζ, όπως ζητούσαν τόσο η CNT όσο και η UGT, με ριζοσπαστικά μέτρα, γινόταν όλο και περισσότερο υποχείριο των αστών, της Εκκλησίας και του μιλιταρισμού (1) […].

Με τη βοήθεια και του Χίτλερ, η ισπανική επανάσταση ηττήθηκε τελικά· γι’ αυτό και στη σκέψη και το συναίσθημά μας δεν πήρε τη θέση που της άξιζε – μια θέση δίπλα στη ρωσική. Ευτυχώς όμως, η φροντίδα να μην ξεχαστεί δεν ήταν μικρή – και ήρθε από τις πιο διαφορετικές πλευρές: Από τον φωτισμένο μοναρχικό Ζορζ Μπερνανός, που το 1938 κατέγραψε τις θηριωδίες των Εθνικιστών στη Μαγιόρκα –«Τα Μεγάλα Κοιμητήρια κάτω από το Φεγγάρι»–, ξυπνώντας μερίδα του καθολικού κόσμου στην Ευρώπη. Από τον Τζορζ Όργουελ, που πολέμησε τους φασίστες από τις γραμμές της πολιτοφυλακής του POUM, και μας έμαθε ότι ένα κόμμα που αρνείται την επανάσταση σε καιρούς επαναστατικούς, φτάνει να αθροίζεται τελικά στην πλευρά της αντεπανάστασης («Προσκύνημα στην Καταλωνία»). Από τον Πικάσο και τη βομβαρδισμένη Γκουέρνικα, ή τον Καταλανό εθνικιστή Χουάν Μιρό, και τη θρυλική αφίσα του «Βοηθήστε την Ισπανία» (που πωλούνταν για ένα φράγκο το αντίτυπο, προς στήριξη του αγώνα των Δημοκρατικών). Από τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ και το «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα», και από τα βιβλία του Καμάτσο (ή Αμπελ Παζ), που μετέφρασαν το «Πανοπτικόν», το «Κουρσάλ» και ο «Ναυτίλος». Από το «Σαμπατέ» του Αντόνιο Τελέζ, που φύλαξε τη μνήμη της ένοπλης αντίστασης στον Φράνκο (1945-1960), σε μια περίοδο που το καθεστώς έψαχνε συμμάχους στο εξωτερικό, μετά την ήττα του ναζισμού. Αλλά και από τον Ισαάκ Ρόσα, παιδί της ισπανικής μεταπολίτευσης, που ιστορεί στο μυθιστόρημα «Το μάταιο χθες» τον φοιτητικό ξεσηκωμό της δεκαετίας του ’60.

Διαφορετικές ματιές, στον ίδιο όμως παρονομαστή: όλες τους βλέπουν την ιστορία από τη σκοπιά των αντιπάλων του φρανκισμού – και όλες, όταν αναφέρονται σε αυτόν, εστιάζουν αποκλειστικά στην (κτηνώδη) βία του και τη διπλή λογοκρισία, στρατιωτική και πολιτική. Εδώ είναι που διαφέρει, λοιπόν, η συμβολή της φιλελεύθερης Παλόμα Αγκουιλάρ Φερνάντεζ. Η δική της εστίαση είναι στον «θετικό» τρόπο με τον οποίο ο φρανκισμός, και στη συνέχεια η ισπανική Μεταπολίτευση, πλάθουν τη συλλογική μνήμη της περιόδου 1936-39. Όχι μόνο με πολιτικές αποφάσεις, νόμους και διατάγματα. Αλλά και με τα σχολικά βιβλία ιστορίας και αγωγής του πολίτη, τις εκδόσεις δοκιμίων από διανοούμενους του καθεστώτος, τον επιτηρούμενο Τύπο. Με τη θέσπιση εθνικών επετείων (ιδίως της 1ης Απριλίου, που θυμίζει τη νίκη του ’39, και της 18ης Ιουλίου, που τιμά το πραξικόπημα). Με την κατασκευή, ακόμα, «τόπων μνήμης», όπως η φαραωνική «Κοιλάδα των Πεσόντων», που χτίστηκε με την καταναγκαστική εργασία κρατουμένων και τον θάνατο πολλών από πνευμονοκονίαση (σ. 91-104). Με την παραγωγή και την υποχρεωτική προβολή στους κινηματογράφους των «επίκαιρων» (Noticiarios y Documentales, ΝοDo), ήδη από το 1943. Και τέλος με την κρατική σκηνοθεσία μεγα-θεαμάτων, όπως τα «25 Χρόνια Ειρήνης», του 1964.

Σε δυο ισομεγέθη κεφάλαια, το βιβλίο της Αγκουιλάρ καλύπτει δύο διακριτές περιόδους: μια πρώτη, μεταξύ 1939 και 1975 (βλ. δεύτερο κεφάλαιο), τα χρόνια δηλαδή της φρανκικής δικτατορίας, που «κόβει» στη μέση η άνοδος των τεχνοκρατών (1957-59) – ένας «σχετικά φιλελεύθερος φρανκισμός», όπως λέει η συγγραφέας (σ. 85)· και μια δεύτερη περίοδο, αυτήν της μετάβασης στη μοναρχική δημοκρατία, που σηματοδοτεί ο θάνατος του Φράνκο το 1975 (βλ. τρίτο κεφάλαιο).

Το βιβλίο, εξηγεί η συγγραφέας,

[…] δεν είναι ένα έργο για τον Ισπανικό Εμφύλιο, αλλά μια ανάλυση του πολιτικού λόγου που αναπτύχθηκε γύρω από αυτόν, της μετάδοσης της μνήμης του μέσω διαφόρων πηγών και της σημασίας που είχε η μνήμη αυτή κατά τα πρώτα δημοκρατικά πολιτικά βήματα της Ισπανίας – σημασία που εξακολουθεί να διατηρεί (σ. 2-3).

Τι νόημα έχει, όμως, εδώ η διάκριση της δικτατορίας σε δύο φάσεις – μία πριν και μία μετά το 1959;

Την πρώτη περίοδο, όταν δινόταν έμφαση στη νομιμότητα προέλευσης, η εξαιρετικά σκληρή καταστολή που ασκήθηκε δείχνει ότι το καθεστώς δεν έχαιρε της νομιμοποίησης που κάποιοι ισχυρίζονταν, αλλά ότι μεγάλο μέρος της λαϊκής αποδοχής του αποκτήθηκε χάρη στη μετανάστευση ενός μεγάλου μέρους όσων αντιστέκονταν στην εξουσία του. Παρ’ όλα αυτά, από τη στιγμή που ο φρανκισμός έπαψε να είναι κατασταλτικός και άρχισε να φιλελευθεροποιεί την οικονομία […] ο πληθυσμός άρχισε να απολαμβάνει τα οφέλη της αναπτυξιακής πολιτικής και της σχετικής ελευθερίας έκφρασης, με συνέπεια η αποδοχή του να αποκτήσει διαφορετική ποιότητα […] Η συνολική οικονομική πρόοδος της Ισπανίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, ανεξαρτήτως του ότι έκανε εμφανέστερες τις ρητορικές αγκυλώσεις, επέτρεψε σε πολλούς πολίτες να περιβάλουν το καθεστώς με την εμπιστοσύνη τους, χάρις σε ό,τι οι ίδιοι αντιλαμβάνονταν ως αποτελεσματική διαχείριση (σ. 158-9).

Πολιτικές για τη νομιμοποίηση του καθεστώτος, πολιτικές για την οικονομία, πολιτικές για τη μνήμη: Μέχρι το 1959, και καθώς βρίσκεται ακόμα στα πράγματα η πρώτη γενιά των πραξικοπηματιών, η κρατική πολιτική εννοεί να κρατά τον εμφύλιο στη μνήμη των Ισπανών ως αναπόφευκτο «απελευθερωτικό πόλεμο» ή «ένδοξη εξέγερση» (σ. 76): ως αναγκαία «σταυροφορία» κατά των απίστων της Δεύτερης Δημοκρατίας, που εγκαινίασε το πραξικόπημα («η εξέγερση») του 1936. Η έμφαση, στην περίοδο αυτή, δίνεται ακόμα στη «νομιμότητα προέλευσης»: στα στρατιωτικά μέσα και στην πολιτική βία που έχουν οδηγήσει τον Φράνκο στην εξουσία. Από το 1957-1959, αντίθετα, καθώς δηλαδή ενισχύονται μέσα στο καθεστώς οι θέσεις των τεχνοκρατών (στελεχών που είχαν μαθητεύσει στη διαβόητη καθολική οργάνωση λαϊκών και κληρικών «Opus Dei»· βλ. σ. 124), ο λόγος του καθεστώτος δίνει πια το βάρος στη «νομιμότητα άσκησης» (σ. 45-47): στην ειρήνη και στα οικονομικά αποτελέσματα του κυβερνητικού Σταθεροποιητικού Προγράμματος, που το 1964 θα δώσει τη σκυτάλη στο «Αναπτυξιακό» (σ. 154). Αν τα άτομα θυμούνται μέσα σε πλαίσια, κοινωνικά και πολιτικά, στην Ισπανία της εποχής οι ηττημένοι είναι φυλακισμένοι ή εξόριστοι. Το πλαίσιο, λοιπόν, της συλλογικής μνήμης του εμφυλίου το φτιάχνει, υπό τη σκέπη του στρατού, μια τεχνοκρατική διακυβέρνηση. Καθώς αυτή η τελευταία δεν έχει ορατό αντίπαλο, αποϊδεολογικοποιεί οικονομία και πολιτική – απογοητεύοντας την αρχαϊκή εθνικιστική Φάλαγγα, έμβλημα της οποίας ήταν η αντικομμουνιστική μνήμη.

Το υλικό που παρατίθεται στο βιβλίο για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό είναι εντυπωσιακό. Από πολιτική άποψη, ωστόσο, το μείζον είναι πώς ο πολιτικός ανταγωνισμός στις «κορυφές», η συνύπαρξη και ο ανταγωνισμός δηλαδή μεταξύ στρατιωτικών και τεχνοκρατών του φρανκισμού, αλλάζει τη ρητορική του καθεστώτος και επιδρά στη μνήμη του 1936-39. Από σημερινή σκοπιά, φαίνεται πόσο παλιό είναι το νεοφιλελεύθερο μάθημα, σύμφωνα με το οποίο η αποτελεσματικότητα είναι το παν, ενώ η δημοκρατία –ως διαδικασία, και κυρίως ως περιεχόμενο–, είναι το δευτερεύον:

Η παρακμή της φαλαγγίτικης και υπερσυντηρητικής ρητορικής, καθώς περνούσαν τα χρόνια, ήταν πασιφανής. Ένας από τους κυριότερους στόχους της νέας ηγετικής ομάδας ήταν να φθάσει η Ισπανία τη λοιπή Ευρώπη στο οικονομικό επίπεδο, χωρίς όμως να παραβιαστούν οι αρχές του φρανκικού προγράμματος. Η οικονομική φιλελευθεροποίηση που προωθούσαν δεν αντανακλούνταν στο πολιτικό πεδίο, όπου [οι τεχνοκράτες] αποδείχθηκαν αρκετά απρόθυμοι απέναντι σε οποιοδήποτε φιλελεύθερο άνοιγμα. Τελικά, όμως, υπήρξαν αρκετά έξυπνοι ώστε να καταλάβουν πως στην Ευρώπη θα έπρεπε να παρουσιάσουν ένα καθεστώς με διαφορετική όψη. Γι’ αυτό και επιχείρησαν να μεταμφιέσουν τον φρανκισμό, παραμερίζοντας τον παραδοσιακό πολιτικό του λόγο και υποκαθιστώντας τον με έναν άλλο που έδινε έμφαση στην ανάπτυξη και την αποτελεσματικότητα (σ. 53-4).

Ένα από τα πιο δυνατά σημεία του βιβλίου είναι το μέρος που αφιερώνει στην επιχειρηματολογία των σημαντικότερων διανοουμένων του φρανκισμού: από τις δικές τους τάξεις, και με τη βοήθεια των δικών τους επιχειρημάτων, η Ισπανία προχώρησε στη φιλελευθεροποίηση και τη μεταπολιτευτική συμφιλίωση/λήθη του εμφυλίου, 36 χρόνια μετά το τέλος του (σ. 181).

Μια τέτοια περίπτωση κρατικού διανοούμενου του φρανκισμού είναι ο Φερνάντεθ δε λα Μόρα, θεωρητικός της «Δύσης των ιδεολογιών»: «Οι πολιτικοί της Β’ Δημοκρατίας δεν ήταν ούτε ειδικοί ούτε τεχνοκράτες, ήταν σκέτοι βερμπαλιστές που νόμιζαν ότι μπορούσαν να κυβερνήσουν τη χώρα με τα λόγια […] Το ιδανικό κλίμα για την οικονομική ανάπτυξη είναι η πολιτική σταθερότητα: τι καλύτερο από ένα αυταρχικό καθεστώς για τη διατήρησή της;» (σ. 53-5). Για έναν άλλο, τον πολιτειολόγο Χεσούς Φουέγιο που είδαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου, «αν συγκρίνουμε τα μηνύματα των σημερινών πρωταγωνιστών της πολιτικής ζωής με τη ρητορική των ηγετών της δεκαετίας του ’30, διαπιστώνουμε σαφέστατα τη ριζική αλλαγή του κλίματος: κάποιοι προκαλούν συγκινήσεις κι άλλοι παρουσιάζουν ισολογισμούς!» (σ. 57).

Εξευρωπαϊσμός, εκδημοκρατισμός και μνήμη του εμφυλίου: η Ισπανία στον αστερισμό της «συναίνεσης»

Όπως και στην ελληνική περίπτωση, η δικτατορία φάνηκε εμπόδιο στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του ισπανικού καπιταλισμού, μολονότι πάσχισε γι’ αυτόν: ήταν ακόμα η εποχή που η ΕΟΚ δεν άντεχε στους κόλπους της μια δικτατορία – και που αυτή η τελευταία δεν είχε τη νομιμοποίηση για να χειριστεί την οικονομική κρίση της δεκαετίας του ‘70. Ήδη από το 1962 και τη σύσκεψη του Μονάχου εξάλλου («σημείο καμπής για τη μνήμη του εμφυλίου»· σ. 135), οι επαφές της αντιπολίτευσης στον Φράνκο –της μετριοπαθούς αντιπολίτευσης στην Ισπανία, με την πιο ριζοσπαστική, των εξόριστων ηττημένων του εμφυλίου–, δημιουργούσαν σοβαρούς τριγμούς στο καθεστώς.

Όπως και στην Ελλάδα, λοιπόν, ο εξευρωπαϊσμός και ο εκδημοκρατισμός έγιναν δίδυμοι στόχοι της διαδικασίας μετάβασης σε ένα λιγότερο αυταρχικό καθεστώς. Επρόκειτο, ωστόσο, για μια διαδικασία ασφυκτικά επιτηρούμενη από τον στρατό, που, με τη συνδρομή της Δεξιάς, επέβαλε ως διάδοχο τον εκλεκτό συνοδοιπόρο του Φράνκο, τον βασιλιά Χουάν Κάρλος, αφήνοντας επιπλέον το στίγμα του στη θεσμική αρχιτεκτονική της Μεταπολίτευσης. Άλλη μια επίδραση της μνήμης του εμφυλίου: η αρχιτεκτονική αυτή έπρεπε πάση θυσία να διαφέρει από την αντίστοιχη της Δεύτερης Δημοκρατίας, που είχε οδηγήσει (από μόνη της άραγε;) στον εμφύλιο (σ. 200-1): αυτή την επιδίωξη αντανακλούσε η θέσπιση Βουλής και Γερουσίας, ο εκλογικός νόμος που περιόριζε την αναλογικότητα, ο ορισμός πλήθους «αυτονομιών»/περιφερειών για να εξισορροπηθούν οι ειδικές μέριμνες για τις «εθνότητες» στη Χώρα των Βάσκων και την Καταλωνία (σ. 225-9). Για την ισπανική Δεξιά, ήταν η εποχή που ακόμα και ο Σαντιάγο Καρίγιο, ηγέτης του ισπανικού ΚΚ –κι ας είχε δεχτεί ο ίδιος τη μοναρχία, κι ας είχε αποκηρύξει σε ομιλία του στις ΗΠΑ τον μαρξισμό-λενινισμό–, ήταν οριακά ανεκτός, καθότι μαχητής του εμφυλίου (σ. 270-1).

Με την προσθήκη και της Αμνηστίας του 1977, με την οποία συγχωρούνταν οι πραξικοπηματίες, η Ισπανία μπορούσε πια να θυμάται τον εμφύλιο ως «πόλεμο των τρελών»: «Από το “όλοι φταίξαμε”», σχολιάζει η Αγκουιλέρα, η χώρα πέρναγε στο «”κανένας δεν έχει όλη την ευθύνη”, αφού κανείς δεν είχε συνείδηση και, κατά συνέπεια, ευθύνη των πράξεών του» (σ. 251-2). Λήθη-συμφιλίωση: το μείζον, στη νέα εποχή, ήταν η συναίνεση: «ένας μαγικός τρόπος επίλυσης των διαφορών». Ακόμα και η συγγραφέας, που εισαγωγικά φαίνεται να διαφωνεί με την «ταρρίχευση» της συλλογικής μνήμης (θεωρώντας ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου η συμφιλίωση καθίσταται αδύνατη χωρίς την προσφυγή στη λήθη»· σ. 24-7), παραδέχεται ότι η λήθη και η επιμονή στη συναίνεση, στο όνομα της προφύλαξης της δημοκρατίας από την επανάληψη ενός εμφυλίου, έφτασε να αδιαφορεί για το περιεχόμενο της δημοκρατίας, στο όνομα της διαδικασίας:

[…] η νομιμότητα που είχε αναγνωρίσει η κοινωνία στο δημοκρατικό σύστημα βασιζόταν στο ότι αποδεχόταν τη δημοκρατία περισσότερο ως διαδικασία παρά ως περιεχόμενο (σ. 183).

Βάζοντας την ισπανική περίπτωση δίπλα στην ελληνική του 1989, και τον ισπανικό ευρωκομμουνισμό δίπλα στην συγκυβερνώσα με τη ΝΔ παραδοσιακή Αριστερά, μπορούμε να καταλάβουμε το βάρος της αποτίμησης που επιχειρεί η Αγκουιλέρα (μια, ας το θυμίσουμε, φιλελεύθερη πολιτική επιστήμονας, την έκδοση της οποίας στα ελληνικά επιμελήθηκε ο Στάθης Καλύβας) (2) . Γράφει για την Ισπανία η ίδια:

Σε γενικές γραμμές, η αριστερά αποδέχεται τον καπιταλισμό (αν και ασκεί κριτική, κυρίως σε ρητορικό επίπεδο) και υπογράφει τελικά τις συμφωνίες της Μονκλόα, αναλαμβάνοντας να πείσει τα συνδικάτα και τα ίδια της τα μέλη να περιορίσουν τις μισθολογικές διεκδικήσεις τους, με σκοπό να ξεπεραστεί η κρίση και να εδραιωθεί η δημοκρατία (σ. 190, σημ. 15).

Ο «αποχαιρετισμός στα όπλα», η συμφιλίωση της μνήμης με τη λήθη, σπάνια αφορούν μόνο τα όπλα που αφαιρούν ζωές.

_______________________________

(1) Abel Paz, Φραγκοσυκιές και σκορπιοί (μτφρ.: Καλλιρρόη Τσολακίδου), Πανοπτικόν 2013, σ. 99.

(2) Η συγγραφέας φαίνεται να πιστεύει ότι, τουλάχιστον στην Ισπανία, «η δημοκρατία ήταν μια συνέπεια του φρανκισμού»: της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που δημιούργησε η δικτατορία (σ. 210-211). Το είδος αυτό της επιχειρηματολογίας είχε χρησιμοποιήσει και ο Στάθης Καλύβας για την ελληνική περίπτωση: «Είτε μας αρέσει είτε όχι, η σημερινή πραγματικότητα είναι σε κάποιο, μάλλον όχι ασήμαντο, βαθμό προϊόν και της δικτατορίας» («Μια παράδοξη κληρονομιά», Καθημερινή 18.6.2017).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κάλεσμα της οικογένειας του Παύλου Φύσσα στις εκδηλώσεις για τον Αντιφασιστικό Σεπτέμβρη

Αστυνομικά μέτρα για το τριήμερο των εγκαινίων της ΔΕΘ