in

Η ταυτότητα της Αριστεράς ως πρόβλημα και ως ανέκδοτο. Του Χρήστου Λάσκου

Η ταυτότητα της Αριστεράς ως πρόβλημα και ως ανέκδοτο. Του Χρήστου Λάσκου

Σε μερικές βδομάδες, όπως είναι γνωστό, θα πραγματοποιηθεί το 2ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Η εντύπωση που αποκομίζει κάποιος σχετικά είναι πως δεν υπάρχουν και πολλοί που να ενδιαφέρονται για το γεγονός. Σίγουρα πάντως ελάχιστοι είναι όσοι ενδιαφέρονται πολύ. Στον προσυνεδριακό διάλογο, από τις σελίδες της Κυριακάτικης Αυγής, εμφανίζεται μια σχετική –εντελώς σχετική, όμως- πληθώρα παρεμβάσεων εκ των «53» και κάποιες σκόρπιες συμβολές, που δεν διαμορφώνουν, σε καμιά περίπτωση, κλίμα.

 

Ο λόγος είναι προφανής. Το σύνολο των θεμάτων που τίθενται στο «διάλογο» είναι πλέον απολύτως παρωχημένα. Η «κεντρικότητα» του κόμματος, η ανάγκη (!) μη υιοθέτησης του Μνημονίου ως «προγράμματος της Αριστεράς» (!), η στρατηγική διάσταση (!) της κυβερνητικής πολιτικής, η σχέση (!) με τα κινήματα είναι ζητήματα που, προδήλως, έχουν ήδη κριθεί σε ό,τι αφορά τον πολιτικό χώρο του κυβερνητικού κόμματος. Έχουν κριθεί, μάλιστα, οριστικά στο μέτρο που, όταν τέθηκαν ως πραγματικά επίδικα της πολιτικής για τελευταία φορά στα σοβαρά, η «ηγεσία» αποφάσισε πως ήταν παράταιρα, εφόσον το διακύβευμα (sic) ήταν η σωτηρία της χώρας, η άμεσα συναρτημένη με την ευρωπαϊκή της προοπτική. Και μαζί με την «ηγεσία», το προνόμιο της οποίας να προχωράει σε πραξικοπήματα οφείλονταν αποκλειστικά στην πρωθυπουργική παντοδυναμία, που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, το ίδιο αποφάσισαν και όσοι συνέδραμαν τότε ως παραμένοντες και καταπίνοντες τα πάντα.

Έκτοτε τα πράγματα προχώρησαν έτι περαιτέρω. Εκτός του γεγονότος πως έχει, για πολλούς, ενισχυθεί η σημασία των υλικών, εμπράγματων «αγαθών», που συνδέονται με την παραμονή στη διακυβέρνηση υπάρχει και το δεδομένο πως κανένα από τα κοινωνικά στρώματα και κατηγορίες που, ασύνειδα σε μεγάλο βαθμό, προσέβλεψαν στην ελπίδα που σήμανε ο παλιός καλός ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρεται και δεν πιστεύει πια σε σάλια μάλια εκπονημένα από το εσωτερικό του αρχικού πυρήνα της κυβερνητικής παράταξης.

Και είναι γι’ αυτό που ο Τσίπρας κάνει καλά όταν, κάθε τρεις και λίγο, παρευρίσκεται στις συνόδους της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας και συμμετέχει στις οικογενειακές της φωτογραφίσεις. Δεν πρόκειται για εγχείρημα συνεργασίας και με το διάβολο, ακόμα –ένεκα των συσχετισμών, ρε παιδί μου.

Η «μεγάλη ιδέα» της συνομιλίας και σύγκλισης των ευρωπαίων «προοδευτικών» συνδέεται με τον στρατηγικό χαραχτήρα της περσινής «στροφής». Η «άλλη πολιτική», όπως την αντιλαμβάνονται πλέον στο Μαξίμου και την Κουμουνδούρου, είναι ταγμένη στο «σεβασμό των κανόνων». Και, ως γνωστόν, οι ευρωπαίοι «προοδευτικοί» είναι από τους βασικούς αρχιτέκτονες αυτών των κανόνων. Δεν είναι υπερβολή, ούτε σχήμα λόγου, πως η Σοσιαλδημοκρατία υπήρξε τα τελευταία 15 χρόνια ο κύριος πολιορκητικός κριός για την απόλυτη κατίσχυση του ακραίου νεοφιλελευθερισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Χωρίς αυτή της την πρωτοβουλιακή «συμβολή» πολλά από τα τρομακτικά για την κοινωνία δεν θα μπορούσαν να συμβούν –πράγμα, που ισχύει, άλλωστε, στο δικό μας εξαιρετικά πυκνό χρόνο και σχετικά με την «συμβολή» της κυβέρνησης Τσίπρα.

Θέλω να πω, δηλαδή, πως η σημερινή κυβέρνηση –και ο αντίστοιχος πολιτικός χώρος- μπορεί να μακροημερεύσει μόνο στο μέτρο που ενταχθεί –με νάζια και φιοριτούρες, βεβαίως- στην ευρύτερη κεντροαριστερή οικογένεια. Και είναι απολύτως λογικό να το επιλέξει, ανεξάρτητα από την «ανάλυση» και την φρασεολογία, με την οποία θα το επενδύσει.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, λοιπόν, το Συνέδριο δεν μπορεί παρά να αφορά τις αναγκαιότητες αυτού του αντικειμενικά σωτήριου αναπροσανατολισμού. Δεν μπορεί, δηλαδή, παρά να αφορά τη «διεύρυνση». Που σημαίνει, βεβαίως, κι άλλους Μάρδες, Τζάκρες, Σπίρτζηδες και Μπόλαρη-δες. Κυρίως, όμως, σημαίνει την αποφασιστική διαμόρφωση μιας ψυχολογίας «πραγματισμού» ενάντια στην κουλτούρα της διαμαρτυρίας, του παρελθόντος του 3%, της αριστερίστικης ανυπομονησίας και μίρλας.

Θα υπάρξουν, προφανώς, κορώνες. Περί κοινωνικού μετασχηματισμού, σοσιαλισμού, ριζικής κοινωνικής αλλαγής κτό. Μόνο που η ανεκδοτολογική τους υπόσταση και η προσχηματική τους χρήση είναι τόσο προφανής, που δεν χρειάζεται επιχειρηματολογία σχετικά. Θα το ζήσουν όσοι και όσες συμμετάσχουν στο Συνέδριο. Τέτοιες θεματικές δεν πρόκειται να προκαλέσουν ούτε καν ελαφρά χασμουρητά» –κανείς δεν τα πιστεύει αυτά τα πράγματα. Για τη συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών μελών του κυβερνητικού κόμματος αποτελούν απλά κατάλοιπα μιας άλλης, αλαφροΐσκιωτης και «περιθωριακής» περιόδου. Της περιόδου της διαμαρτυρίας, της «αντίδρασης», του μπαίνω δεν μπαίνω –μιας περιόδου, που με χίλιους τρόπους «απεταξάμεθα και αποτασσόμεθα».

Το θέμα τώρα είναι «να γίνεται η δουλειά». Κι, επομένως, το θέμα είναι να βρεθούν και να στηριχθούν αυτή που κάνουν «τη δουλειά».

Σε ό,τι αφορά τα «ιδεολογικά» και τα «στρατηγικά», το πρόβλημα θα το λύσει και πάλι η «διεύρυνση». Από αυτήν την άποψη, είναι χαρακτηριστικό το πρόσφατο άρθρο του Αντώνη Λιάκου στην «Εφημερίδα των Συντακτών» της προηγούμενης Δευτέρας, με τίτλο «Η Αριστερά σε αναζήτηση ταυτότητας». Ο αρθρογράφος, ως γνωστόν, εδώ και δεκαετίες υπήρξε ένα από τα ανφάν τερίμπλ του ευρωπαϊκού μας εκσυγχρονισμού. Δεξί χέρι του Σημίτη, πρόεδρος του θινκ τανκ ΟΠΕΚ κατά την διάρκεια της τότε πασοκικής διακυβέρνησης, αρχηγός στη συνέχεια της, επί Μαριέττας Γιαννάκου, αλήστου μνήμης «Πρωτοβουλίας των 1000» για την αλλαγή του άρθρου 16 του Συντάγματος, που απαγορεύει τα ιδιωτικά ΑΕΙ και πρωτεργάτης άλλων παρεμβάσεων με παρόμοια χαρακτηριστικά, επιλέχθηκε από την κυβέρνηση Τσίπρα να ηγηθεί του «Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία». Του δόθηκε, λοιπόν, η κεντρικότερη δυνατή θέση σε ό,τι αφορά τα «ζητήματα ιδεολογίας», όπως τα αντιλαμβάνεται το πρωθυπουργικό περιβάλλον.

Αυτό, νομίζω, συνιστά μια πράξη ισχυρότατου συμβολισμού. Και με κάνει να πιστεύω πως, για την ιδεολογική και στρατηγική εξέλιξη του κυβερνητικού κόμματος, η παρέμβαση Λιάκου έχει πολύ μεγαλύτερο βάρος από 530 άρθρα προσυνεδριακού διαλόγου των υπολειπόμενων «53». Αξίζει, λοιπόν, να ασχοληθούμε λίγο μαζί της.

Τι λέει ο Λιάκος στο άρθρο του; Πως το βασικό αφήγημα του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ, αυτό, δηλαδή, της «ήττας» είναι σχεδόν χαζό στο μέτρο που, ευρισκόμενοι στο κέντρο μιας διαδικασίας αντικειμενικής –και νομοτελειακής;- διαδικασίας μεγάλης ιστορικής αλλαγής, το να μιλάμε για «ήττα» δεν είναι παρά έκφραση του ναρκισσισμού της «αριστερής μελαγχολίας». Συμμετέχουμε αναγκαστικά σε μια «μεγάλη μεταβολή». Οι βολονταρισμοί, συνεπώς, δεν μπορεί παρά να είναι βλαβεροί. Η πολιτική έχει νόημα μόνο στο μέτρο που συντονίζεται με τη «μεγάλη μεταβολή». Αλλιώς, σε ό,τι αφορά την Αριστερά, την καθηλώνει «ως ρεύμα ιδεών και κριτικής, ως κίνημα διαμαρτυρίας και αντίστασης, με προσδοκίες για ένα απροσδιόριστο μέλλον». Που σημαίνει πως, σε αυτήν την περίπτωση, «επιδιώκει μόνο ηθική δικαίωση ως μελλοντική παρακαταθήκη». «Όσοι προτίμησαν τον δρόμο της αγνότητας αποχώρησαν», λέει ο Λιάκος.

Δεν θα μπω σε μια, επί της ουσίας, κριτική των λεγομένων του. Έτσι κι αλλιώς, αυτά θα έρθουν και θα ξαναέρθουν στη συζήτηση.

Το μόνο που θέλω εδώ να επισημάνω είναι πως κάπου ο Λιάκος έχει πραγματικά δίκιο. Η ριζοσπαστική Αριστερά ποτέ δεν είχε την άποψη περί νομοτελειακών και «αναγκαστικών» μεταβολών. Υποστήριζε πάντοτε πως, σε κάθε ιστορική διακλάδωση, υπάρχουν εναλλακτικές δυνατότητες μεταβολών, ασύμβατων και συγκρουσιακά ανταγωνιστικών. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τις αιώνιες «κεντροαριστερές» δεν αποδέχονταν τις «ευμενείς» προσαρμογές. Στην παρούσα συνθήκη, η ριζοσπαστική Αριστερά αντιλαμβάνεται πως χωρίς ρήξη η μοίρα των ανθρώπων και του πλανήτη γίνεται ακραία επισφαλής. Καμιά προσαρμογή δεν πρόκειται να αφήσει χώρο για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, η επιδείνωση της ζωής της οποίας αποτελεί την πιο δεδομένη σταθερά της εποχής.

Ο Λιάκος, λοιπόν, έχει δίκιο όταν υποστηρίζει πως οι απόψεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν ταιριάζουν στον τωρινό ΣΥΡΙΖΑ με τις εμπεδωμένες «αξιώσεις διακυβέρνησης». Και έτσι έχει δίκιο κι όταν ισχυρίζεται πως η κυβερνώσα Αριστερά δεν μπορεί να είναι «το κόμμα της φτωχολογιάς», αλλά «ένα κόμμα […] που αναφέρεται σε εθνικό ακροατήριο και αναστοχάζεται τον δικό του «ιστορικό συμβιβασμό»». Το γεγονός πως ονομάζει αυτό το κόμμα «γκραμσιανού τύπου» είναι λίγο σόλοικο, αλλά δεν βαριέσαι. Κάποιος κλασικός πρέπει να μας απομείνει, έστω κι αν του αλλάζουμε τα φώτα –ο δύστυχος Γκράμσι το έχει υποστεί πλειστάκις.

Αυτή η «ανάλυση» και αυτή η «θεωρία» είναι εντελώς κατάλληλη για τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ. Το ό,τι έχει σημαντικά προβλήματα συνοχής, το ό,τι, δηλαδή, συνιστά pastiche, που λένε και οι μεταμοντέρνοι, δεν αποτελεί μειονέκτημα. Το αντίθετο. Αυτό είναι που την κάνει απολύτως συμβατή με την κυβερνητική πολιτική. Εδώ είμαστε και θα το δείτε. Αυτές οι απόψεις θα δώσουν τον τόνο. Οι αυτοβαυκαλιζόμενες, ως αριστερές, τάσεις, στην πραγματικότητα, το ξέρουν. Δεν θα το παραδεχτούν. Γιατί είναι πολύ δύσκολο να έχεις ηττηθεί σε μια μάχη που ούτε καν διανοήθηκες ποτέ να δώσεις.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ποιοι είναι οι Ορόμο και γιατί διαμαρτύρονται στην Αιθιοπία;

Κύκλος γαλλικών νουάρ από την κινηματογραφική λέσχη εργαζομένων της ΕΡΤ3 και το ΚΕΜΕΣ