in

Η ενοχλητική μνήμη

Η ενοχλητική μνήμη

Χτισμένη το 1895, η φυλακή των Τρικάλων κλείνει το 2006, έπειτα από 110 χρόνια λειτουργίας. Η σιωπή της «σπάει» μέσα από τις αφηγήσεις 7 προσώπων, που το καθένα τους είχε διαφορετική σχέση με το κτίριο. Μια απρόσμενη δε εξέλιξη αποκαλύπτει ότι η φυλακή είναι χτισμένη πάνω σε οθωμανικό λουτρό του 16ου αιώνα, ενώ με απόφαση του ΚΑΣ και των τοπικών αρχών η φυσιογνωμία του κτιρίου αλλάζει εντελώς, προκειμένου τίποτα να μη θυμίζει τη φυλακή. Το κτίριο μετατρέπεται σε «Κέντρο έρευνας-Μουσείο Τσιτσάνη» χωρίς μείνει ίχνος από την παλιά του χρήση.

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, γνωστός από τις ταινίες του «O γιος του φύλακα», «Μανάβης» και «Ηθοποιοί: Ημερολόγιο Σπουδής», μας εισάγει μέσα από το νέο του ντοκιμαντέρ, το «Σιωπηλό Μάρτυρα», στις πολλαπλές ταυτότητες ενός κτιρίου, στις ζωές των ανθρώπων που έζησαν εκεί, έγκλειστων και εργαζόμενων, θέτοντας ταυτόχρονα το ζήτημα της διατήρησης της ιστορικής μνήμης. Μιας μνήμης που, επειδή ενοχλεί, «πρέπει» να καταστραφεί. 

Πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ είναι ο πολιτικός κρατούμενος και αγωνιστής της αντίστασης Αλκιβιάδης Ζαμπακάς, ο πολιτικός κρατούμενος στην περίοδο της δικτατορίας Θανάσης Αθανασίου, ο ποινικός κρατούμενος Κώστας Σαμαράς, ο συνταξιούχος σωφρονιστικός υπάλληλος Γιάννης Αγκούμης, ο τελευταίος διευθυντής της φυλακής, Βασίλης Ντάφος, η εκπαιδευτικός Έφη Χατζημάνου και η συγγραφέας-ερευνήτρια Μαρούλα Κλιάφα.

Συναντήσαμε τον Δημήτρη Κουτσιαμπασάκο, σκηνοθέτη της ταινίας «Σιωπηλός Μάρτυρας» λίγο πριν την προβολή της στην αίθουσα Τορνές, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, όπου είχαμε την ευκαιρία μιας ενδιαφέρουσας συζήτησης για την οποία τον ευχαριστούμε πολύ.

Συνέντευξη στην Σταυρούλα Πουλημένη

Οι φυλακές είναι πάντα ένα πολύπλοκο ιστορικό-κοινωνικό ζήτημα και μια «ιστορία» μεθόδων πειθάρχησης της  κοινωνίας που βρίσκεται έξω από αυτήν. Ποια ήταν η αιτία να ασχοληθείτε με το θέμα αυτό και ποια είναι τα συμπεράσματα σας για τη λειτουργία των φυλακών; 

Ο λόγος που ασχολήθηκα με την παλιά φυλακή Τρικάλων είναι γιατί καταρχήν είμαι Τρικαλινός και η φυλακή αποτελούσε πολύ οικείο κτίσμα στην καθημερινότητά μου ως πολίτη. Η φυλακή συνυπήρχε με τον αστικό ιστό της πόλης με την έννοια ότι οι Τρικαλινοί είχαν συνηθίσει την παρουσία της, βίωναν πολλές φορές την εικόνα των κρατουμένων, γιατί οι τελευταίοι με τον τρόπο τους συμμετείχαν ως διάθεση και εικόνα μέσα στην καθημερινή ζωή της πόλης. 

Όταν η συνεργατίδά μου Γλυκερία Πατραμάνη, η οποία ασχολήθηκε με την έρευνα και το σενάριο, μου πρότεινε να κάνουμε κάτι για τις φυλακές Τρικάλων, γιατί σε σύντομο χρονικό διάστημα θα έπαυαν να υπάρχουν, ενθουσιάστηκα με την ιδέα και ξεκινήσαμε να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ για το βιογραφικό πορτραίτο τους. Στην πορεία, βέβαια, άλλαξε η θεματική εστίαση του ντοκιμαντέρ προς την κατεύθυνση της ιστορικής μνήμης και της διαχείρισής της. 

Η εμπειρία απ’ όλη αυτή την ιστορία με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι την ιστορική μνήμη την διαχειριζόμαστε με ένα πολύ επιπόλαιο και απαράδεκτο τρόπο, διαγράφοντας κατά το δοκούν ιστορικές περιόδους, οι οποίες για κάποιο λόγο δεν μας βολεύουν ή μας ενοχλούν. 

Στην ταινία «Σιωπηλός Μάρτυρας» βλέπουμε τις φυλακές μέσα από τις αφηγήσεις έξι διαφορετικών προσώπων. Τα πρόσωπα αυτά δεν συναντήθηκαν ποτέ ιστορικά στην φυλακή, συναντιούνται όμως στο τέλος της ταινίας. Ποια ήταν η αίσθηση που αποκομίσατε από την σχέση τους με το άδειο πλέον κτίριο; Πώς λειτούργησαν οι μνήμες των έγκλειστων στο κινηματογραφικό σας βλέμμα;

Εγώ ζήτησα από τα πρόσωπα που συμμετέχουν στο ντοκιμαντέρ να μην επισκεφθούν τις φυλακές πριν το γύρισμα. Ήθελα με αυτόν τον τρόπο το ίδιο το κτίριο να προκαλέσει συγκινήσεις και συναισθήματα, για να έχουν μια αφήγηση αυθεντική και ειλικρινή. Αυτό δεν θα ήταν εφικτό, αν δεν υπήρχε η χρονική απόσταση μεταξύ του βιώματος του δικού τους στην φυλακή είτε ως εργαζόμενοι είτε ως έγκλειστοι και της επίσκεψης. Η συνθήκη αυτή προκάλεσε κύμα ενθυμήσεων και συναισθημάτων. Εγώ επίσης δεν γνώριζα τι θα πούνε: ήθελα να μπορούν να αντιδράσουν όπως θέλουν. Στο μοντάζ βλέποντας τις αντιδράσεις τους κατάλαβα ότι είμαστε στο σωστό δρόμο με την έννοια ότι υπήρχε αφήγηση από την πλευρά τους. Το γεγονός ότι όλο αυτό το πράγμα γινόταν κατά μόνας και δεν έβλεπε ο ένας τον άλλον ήταν και αυτό μία σκόπιμη αφηγηματική τεχνική. Θέλαμε μέσα από αυτόν τον παραλληλισμό ο θεατής να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Ο καθένας μιλάει για την δική του σχέση με την φυλακή και ο θεατής κάνει τις συγκρίσεις. 

Η σχέση τους με την φυλακή μου φάνηκε οικεία, δεν ήταν κάτι ξένο στην αφήγηση τους. 

Η αίσθηση τους με την φυλακή ήταν φυσικα οικεία γιατί από όποια πλευρά και αν ήταν, ζούσαν μέσα στην φυλακή άρα αυτό το κτίριο ήταν στοιχείο της καθημερινότητάς τους, υπήρχαν έτσι μνήμες. Μνήμες δεν έχει μόνο ο κρατούμενος αλλά και ο δεσμοφύλακας και αυτό ήθελα να καταδείξω ότι και οι μνήμες του δεσμοφύλακα αποτελούν κομμάτι της ιστορικής μνήμης της φυλακής.

 

Οι τοίχοι των φυλακών αποκαλύπτουν κάποια στιγμή μια ακόμη κρυμμένη ταυτότητα του κτιρίου που, όπως φαίνεται, φέρνει ανατροπή και στην κατάληξη της ταινίας. Πώς λειτούργησε η ανατροπή αυτή στη διαδικασία των γυρισμάτων αλλά και σε αυτά που θα θέλατε να πείτε αρχικά για το θέμα της ιστορικής μνήμης της φυλακής;

Αυτό που θέλαμε εξαρχής να καταδείξουμε είναι η ιστορική μνήμη της φυλακής την οποία θέλαμε να διασώσουμε και να παρουσιάσουμε. Στην πορεία και επειδή τα γεγονότα μας πρόλαβαν και γίνεται η φοβερή ανατροπή, με την αποκάλυψη ότι η φυλακή ήταν πριν ένα οθωμανικό λουτρό, τέθηκε ένα ερώτημα. Ό,τι είδαμε  μέχρι τώρα θα έχει κάποια θέση στην καινούρια κατάσταση που τείνει να διαμορφωθεί, στην καινούρια της δηλαδή χρήση; Με μεγάλη μας λύπη διαπιστώσαμε ότι δεν θα έχει. Όλο αυτόν τον διάλογο προσπαθήσαμε να τον καταγράψουμε με την κάμερα. 

Η οπτική γωνία που υιοθετείτε είναι κυρίως αυτού που είναι μέσα στην φυλακή και όχι της έξω κοινωνίας. Γιατί επιλέξατε αυτή τη θέση;

Ο βασικός στόχος μου ήταν εξαρχής να υιοθετήσω την οπτική γωνία του ανθρώπου που είναι μέσα και όχι έξω από την φυλακή. Εστίασα εκεί γιατί αλλιώς θα κέρδιζα σε πλάτος και όχι σε βάθος. 

Το ΚΑΣ και οι τοπικές αρχές αποφάσισαν να σβήσουν το οποιοδήποτε «απομεινάρι» μνήμης στην πόλη για την ύπαρξη των φυλακών αυτών. Η ταινία σας και όχι το κτίριο είναι πλέον ο όχι και τόσο «Σιωπηλός μάρτυρας» της εποχής εκείνης. Με ποιο σκεπτικό πάρθηκε μια τέτοια απόφαση; 

Είναι μια περίεργη απόφαση όχι γιατί το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ), στα τέλη του 2011, αποφάσισε ότι η φυλακή Τρικάλων δεν αποτελεί νεότερο μνημείο. Θα μπορούσε να είναι και έτσι. Το ζήτημα είναι ότι η απόφαση του ΚΑΣ δεν έθεσε όρους στις τοπικές αρχές για τη χρήση του κτιρίου. Τους έδωσε το ελεύθερο να κάνουν ό,τι θέλουν. Θα έπρεπε να πουν ότι στη καινούρια χρήση του κτιρίου (μουσείο Τσιτσάνη) θα πρέπει να προβλέπεται ένα κομμάτι που να θυμίζει και την παλιά χρήση, τις φυλακές. Τώρα στο ερώτημα γιατί οι τοπικές αρχές θέλουν να διαγράψουν αυτό το κομμάτι, θεωρώ ότι η απάντηση είναι γιατί η φυλακή ενοχλεί, πρόκειται για αντίδραση καθαρά συντηρητική. 

Υποθέτω ότι δεν μπορούν να φανταστούν ότι σε ένα μουσείο μπορεί να συνυπάρχει αυτό το κομμάτι της μνήμης.  Το τραγελαφικό είναι ότι το σπίτι του Β. Τσιτσάνη είχε επίσης γκρεμιστεί αλλά τη φυλακή την ονομάσανε κέντρο Β. Τσιτσάνης. Ήταν ακατανόητη απόφαση απ`όλες τις απόψεις. Με ποιο δικαίωμα ακυρώνεις την ιστορική μνήμη και υποβαθμίζεις την πολιτισμική αξία  του νέου κτιρίου; Αν διατηρούνταν έστω ένας θάλαμος όπου θα υπήρχαν όλα αυτά τα ενθυμήματα με μια λογική, πολυς κόσμος θα το επισκεπτόταν. Και το μουσείο Τσιτσάνη και τα οθωμανικά λουτρά. 

Νοιώσατε μόνος στην προσπάθεια να διατηρήσετε την μνήμη αυτή; 

Συντονισμένη αντίδραση δεν υπήρχε, μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως της ερευνήτριας κας Κλιάφα ναι. Οι πρωταγωνιστές και αυτοί θεωρούσαν ότι πρέπει να διατηρηθεί η χρήση του.

Το ντοκιμαντέρ ως κινηματογραφικό είδος χρειάζεται πολύ χρόνο για να «ανακαλύψει» κρυμμένες ή όχι και τόσο ευκολοδιάβαστες πτυχές της κοινωνικής μας πραγματικότητας. Πως εντάσσεται στην διαδικασία αυτή η προσωπική και πολιτική θέση του κινηματογραφιστή; Υπάρχει ένταση ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην κινηματογραφική κατασκευή της;

Ο κινηματογραφιστής οφείλει να αντιδράσει και να καταδείξει πράγματα που θεωρεί ο ίδιος ότι αξίζει να τα δεί ο κόσμος. Υπό αυτήν την έννοια, το ντοκιμαντέρ είναι μια πολιτική παρέμβαση αλλά όχι ένα κείμενο που δίνει οδηγίες για το τι πρέπει να γίνει. Θέτει ερωτήματα και ίσως έχει μεγαλύτερη σημασία του πως θέτεις ένα ερώτημα από τι απάντηση παίρνεις. Έτσι, πιστεύω ότι είναι πολιτική στάση το να κάνεις μια ταινία και αυτό οφείλει να κάνει όχι μόνο ο κινηματογραφιστής αλλά και η τέχνη γενικότερα. 

Έχει πυροδοτήσει κάποιου είδους αντιδράσεις η προβολή της ταινίας σας;

Για το θέμα των φυλακών έχει ξεκινήσει μια συζητηση. Δεν έχει γίνει προβολή της ταινίας σε ευρεία κλίμακα στα Τρίκαλα αλλά όλα αυτά που γράφονται και ακούγονται πυροδοτούν ήδη έναν διάλογο σχετικά με το τι έγινε.

Πως έχει επηρεάσει η οικονομική κρίση το ντοκιμαντέρ σε σχέση με την επιλογή των θεμάτων, την κινηματογραφική ματιά αλλά και το επίπεδο της παραγωγης; 

Εδώ υπάρχει μια αντίφαση. Παρά το γεγονός ότι στις εποχές κρίσης αυτός που την πληρώνει πρώτος είναι ο πολιτισμός από την άποψη της εξεύρεσης πόρων -δεν μπορείς  δηλαδή να βρεις  εύκολα χρήματα για μια ταινία πόσο μάλλον για ένα ντοκιμαντέρ -εντούτοις η κοινωνία είναι γεμάτη από θέματα. Περνάμε τόσο δύσκολα και συμβαίνουν τόσα πράγματα στην κοινωνία μας που όλα αυτά βρίσκουν την αντανάκλασή τους στην τέχνη. Γιατί η τέχνη δεν μπορεί να είναι αποκομμένη από την κοινωνία, υπάρχει μόνο στο βαθμό της στενής σχέσης με την κοινωνία από την οποία τροφοδοτείται. 

Θεωρείτε ότι το ντοκιμαντέρ είναι ακόμη υποτίμημένο σε σχέση με τα άλλα κινηματογραφικά είδη;

Ιδιαίτερα σήμερα έχουμε έναν καταιγισμό πληροφοριών που αφορούν την πραγματικότητα. Έχουμε, δηλαδή, πολλά είδη αφηγήσεων που χρησιμοποιούν ως υλικό την πραγματικότητα. Πάρτε ως παράδειγμα την τηλεόραση που πουλά την πραγματικότητα είτε μέσω των ειδήσεων είτε στα πρωινάδικα, τα reality show κ.λ.π. Ο κινηματογράφος και ειδικά το ντοκιμαντέρ έχουν επίσης ως υλικο την πραγματικότητα και υπό αυτήν την έννοια ο κόσμος είναι μπουχτισμένος λιγάκι από την πραγματικότητα. Αυτό που κάνει όμως το ντοκιμαντέρ είναι να βοηθάει τον κόσμο να την ξαναδεί και να την ανακαλύψει εκ νέου γιατί την έχει χάσει… από την πολύ τηλεόραση. 

Δείτε το trailer της ταινίας

 

Silent Witness teaser (H264-web) from Dimitris Koutsiabasakos on Vimeo.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Προοδευτικός νεοφιλελευθερισμός: Μια συνταγή που απέτυχε

Μεξικανός αυτοκτόνησε μετά την απέλασή του από τις ΗΠΑ