in

Γέφυρες και χάσματα. Του Δημοσθένη – Παπαδάτου Αναγνωστόπουλου

Γέφυρες και χάσματα. Του Δημοσθένη – Παπαδάτου Αναγνωστόπουλου

Ραφαέλ Γκλυκσμάν, Τα παιδιά του κενού. Από το αδιέξοδο του ατομικισμού στην αφύπνιση των πολιτών (μετάφραση: Βάλια Καϊμάκη), Πόλις 2019.

Το αίτημα για μια προοδευτική συμμαχία απέναντι στην άνοδο της Ακροδεξιάς δεν απασχολεί μόνο την Ελλάδα. Λίγους μήνες πριν από τη δημιουργία της «Γέφυρας» μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Κεντροαριστεράς, μια κίνηση Γάλλων διανοουμένων με το όνομα Place Publique («Δημόσια πλατεία» η ακριβής μετάφραση) έθεσε κι αυτή στόχο της τη συνεργασία «όλων των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς και της Οικολογίας μεταξύ του κόμματος του Μακρόν και του κόμματος του Μελανσόν». Στα τέλη Δεκέμβρη, μάλιστα, ο Monde αποκάλυπτε τη συνάντηση με τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν των δύο βασικών «γεφυροποιών»: του οικονομολόγου Τομά Πορσέ και του 40χρονου δοκιμιογράφου Ραφαέλ Γκλυκσμάν.

Θεωρούμενος αρχηγός της «μη μελανσονικής» γαλλικής Αριστεράς, ο Γκλυκσμάν ακολουθεί ένα ασυνήθιστο δρομολόγιο: αν ο πατέρας (Αντρέ) Γκλυκσμάν, όπως πολλοί της γενιάς του, πέρασε από την άκρα Αριστερά στον νεοσυντηρητισμό (στην υποστήριξη του Σιράκ, των Κόντρας στη Νικαράγουα, του ΝΑΤΟ και της χρήσης πυρηνικών), ο λιγότερο διάσημος Ραφαέλ ξεκίνησε με το νεοσυντηρητικό θινκ τανκ «Κύκλος του Ορατορίου», συμμετείχε στο ουκρανικό EuroMaidan και υπήρξε σύμβουλος της Γιούλια Τιμοσένκο – για να απομακρυνθεί, πρόσφατα, από τη διεύθυνση του περιοδικού Le Nouveau Magazine Littéraire ως υπερβολικά κριτικός απέναντι στην κυβέρνηση Μακρόν. Μετά το δοκίμιο Ενάντια στην αντιδραστική σκέψη (Πόλις 2018), τα Παιδιά του κενού (έμμεση αναφορά στην Εποχή του κενού, του Ζιλ Λιποβετσκί) είναι ένα είδος προσωπικής πολιτικής διακήρυξης του Γκλυκσμάν, με στοιχεία θαρραλέας αυτοκριτικής.

Το κενό είναι αυτό που ο συγγραφέας καταλαβαίνει ως έκλειψη των ιδεολογιών στην εποχή μετά τα αυτονόητα του ψυχροπολεμικού αντιολοκληρωτισμού. «Το να είσαι φιλελεύθερος στη Μόσχα ή το Πεκίνο το 1970», γράφει εύγλωττα ο Γκλυκσμάν, «είναι μια ηρωική στάση, το να είσαι φιλελεύθερος στο Παρίσι ή στο Σαν Φρανσίσκο το 2018 δεν πηγάζει από μια ανάλογη τάση της καρδιάς και του πνεύματος» (σ. 15).

Το βιβλίο ξεκινά με μια ωραία μεταφορά: οι φιλελεύθερες δημοκρατίες, γράφει ο Γκλυκσμάν, μοιάζουν όλο και περισσότερο με τον πίνακα του Καραβάτζο «Ο Άγιος Ματθαίος και ο Άγγελος»: «το ένα πόδι του σκαμνιού πάνω στο οποίο ο Ματθαίος ακουμπά το γόνατό του βρίσκεται στο κενό και το σκαμνί κινδυνεύει να πέσει ανά πάσα στιγμή […] η αρμονία δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση» (σ. 13). Πού πατά σήμερα ο φιλελευθερισμός; Αυτή είναι η αφετηρία της σκέψης για κάποιον που, όπως ο Γκλυκσμάν, αυτοτοποθετείται στον προοδευτικό χώρο, έχοντας ως σημείο εισόδου τον Βολταίρο, τον Μονταίν και τον Καντ, αντί του Χέγκελ, του Ρουσσώ και του Μαρξ.

Το θεμέλιο που συνείχε τις φιλελεύθερες κοινωνίες της Ευρώπης, αυτό στο οποίο αναγνωρίστηκαν συλλογικά μετά το 1945 οι λαοί της Ευρώπης, και το ίδιο που στο δεύτερο μέρος του βιβλίου προτείνεται ως νέο «κοινωνικό συμβόλαιο», σήμερα δεν υπάρχει: είναι σαν, μαζί με τους προπολεμικούς «ολοκληρωτισμούς», να τελείωσαν και οι συνεκτικοί δεσμοί που προέβλεπε η μεταπολεμική συναίνεση. Ακόμα και η σύλληψη της επανάστασης που προτείνεται σήμερα, παρατηρεί ο συγγραφέας, παραπέμπει σε ατομική υπόθεση, όπως ο Μονομάχος του Ρίντλεϊ Σκοτ, και πολύ λιγότερο σε συλλογική, όπως ο Σπάρτακος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (σ. 36). Δεν φταίει γι’ αυτό η εγωιστική «ανθρώπινη φύση», όπως το θέτουν οι πρακτικές φιλοσοφίες του συρμού. Η «φύση» επινοείται και κατασκευάζεται – κι εκεί ακριβώς, λέει ο Γκλυκσμάν, πέτυχαν οι Θάτσερ και Ρήγκαν από το ’70 και μετά: στο να αλλάξουν «την καρδιά και την ψυχή των ανθρώπων».

Καταργώντας το «κοινωνικό συμβόλαιο», θρυμματίζοντας τις συλλογικές ταυτίσεις που δημιουργούσαν παλιότερα το κόμμα, το συνδικάτο (αλλά και η εκκλησία και ο στρατός: ο συγγραφέας θεωρεί μέρος του ίδιου προβλήματος, του ταξικού-χωρικού διαχωρισμού, την κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας), οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δημιουργούν εδώ και δεκαετίες ανθρώπους όλο και πιο μόνους – όλο και πιο «ενθυλακωμένους». Κλεισμένοι στους θύλακές τους, οι ίδιοι συναντούν αλλήλους όλο και πιο σπάνια: από το γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα, που στις αρχές του 2000 είχε διώξει πια τους εργάτες από τις κομματικές οργανώσεις, μέχρι το γήπεδο και το facebook (το βιβλίο του Γκλυκσμάν γράφτηκε για να διαβαστεί από διαφορετικά και ευρέα κοινά), οι άνισοι μπροστά στη μοναξιά τους βρίσκονται όλο και περισσότερο πια «μεταξύ τους». Άνισοι απέναντι στη μοναξιά τους: για άλλους η μοναξιά και ο διαχωρισμός είναι χειραφέτηση, για άλλους σκλαβιά.

Ελλείψει άλλων, πιο ισχυρών συλλογικών ταυτίσεων, λέει ο Γκλυκσμάν, το σύνθημα της Ακροδεξιάς «να ξαναπάρουμε τον έλεγχο», οι αποδιοπομπαίοι τράγοι που υποδεικνύει η ίδια (οι ελίτ ή/και οι μετανάστες), η εξύμνηση της ωμής δύναμης και της άγνοιας από τους ηγέτες της, το έδειξαν πέρα από κάθε αμφιβολία: «η ατομικοποίηση της ύπαρξης δεν οδηγεί στην πλήρη απουσία της συλλογικής ταυτοποίησης, αλλά σε υπο-πολιτικές ταυτοποιήσεις που την υποκαθιστούν» (σ. 57). Με απλούστερα λόγια, αυτός που παλιά παρουσίαζε τον εαυτό του ως εργάτη ή επιστάτη σε εργοστάσιο, σήμερα παρουσιάζεται ευκολότερα ως «Γάλλος» ή «λευκός».

Αν αυτά συμβαίνουν στα χαμηλότερα στρώματα, στην κορυφή, ακόμα και οι φιλελεύθεροι που εξήγγειλαν «ρήξεις», πήγαν απλά με το ρεύμα: «Η λίστα των συνεργατών –γυναικών και ανδρών– του προέδρου [Μακρόν], που προέρχονται από μεγάλους ιδιωτικούς ομίλους, δεν έχει προηγούμενο: διευθυντικά στελέχη των εταιρειών MSC, Havas, DGM Conseil, L’ Oréal, Areva, Morgan Stanley, Paribas, Heineken […] Η κοινωνία των πολιτών, που προκλήθηκε στην κορυφή του κράτους, σχεδόν ταυτίζεται με το περίγραμμα της υψηλής οικονομικής σφαίρας» (σ. 91). Όσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η «μετα-πολιτική κατάσταση» στην οποία βρίσκεται δεν είναι αποτέλεσμα έλλειψης βούλησης: πρόκειται, αντιπροτείνει ο Γκλυκσμάν, για προϊόν μιας βούλησης αντιδημοκρατικής.

Και η Αριστερά; Ο συγγραφέας κάνει μια ενδιαφέρουσα κριτική σε δύο επίπεδα. Το πρώτο, που θυμίζει έναν αριστερό συντηρητισμό τύπου Ζαν-Κλοντ Μισεά, αφορά ό,τι θεωρείται εμμονή τμημάτων της Αριστεράς, φιλελεύθερης και ριζοσπαστικής, με τις μειονότητες (σ. 62). Οι ιεραρχήσεις αυτές, υποστηρίζεται, δημιουργούν αντανακλαστικά συντηρητικής αντισυσπείρωσης παρόμοια με αυτά του (ρατσιστικού) «πλειονοτικού λαού», που εμφανίστηκαν στη Ρουάντα: όταν η Δεξιά επανιδρύει σε ρατσιστική βάση τον λαό, η επίκληση των ελευθεριών είναι τουλάχιστον φτωχή για να συνεγείρει σε μαζική κλίμακα (σ. 62-64). Από εδώ προέρχεται και η δεύτερη πτυχή της κριτικής: η Αριστερά επιδόθηκε στην υπεράσπιση των μειονοτήτων και των ατομικών δικαιωμάτων με ζήλο αντιστρόφως ανάλογο της αφοσίωσής της στο κοινωνικό ζήτημα. Με τους όρους του Γκλυκσμάν, οι Σοσιαλιστές θα μπορούσαν να διαφωνούν επί ώρες για το ζήτημα της παρένθετης μητρότητας, αλλά τους αρκούν ελάχιστα λεπτά για τον κατώτατο μισθό (σ. 68).

Η κριτική του Γκλυκσμάν, που όπως είδαμε νωρίτερα δεν ήταν χωρίς κόστος, είναι σαφώς πιο προωθημένη από τον «μέσο όρο» παρεμβάσεων πολλών κεντροαριστερών διανοουμένων στην Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, είναι  κριτική που συναντά γρήγορα τα όριά της. Πόσο πειστική είναι η αποτίμηση του ’68, που έκλεισε με τις απειλές του Ντε Γκολ για εμπλοκή του στρατού, αν στέκεται στον θρίαμβο του ατόμου και της κατανάλωσης, στην αντιστροφή δηλαδή της εξέγερσης; Μπορεί άραγε η «ενσυναίσθηση», που για τον Γκλυκσμάν θεωρείται ηθική προϋπόθεση για την ιδιότητα του πολίτη (το να αφήνεις τη θέση σου για να μπεις στη θέση του άλλου), να είναι η λύση μπροστά στις κραυγαλέες σημερινές ανισότητες και τη βία που τις συντηρεί; Είναι πράγματι μάχη του 1% με το 90% (σ. 65) η σημερινή μορφή της κοινωνικής σύγκρουσης; Εξαντλούν οι παρατηρήσεις α λα Μελανσόν περί «γερμανικής Ευρώπης» (σ. 101) τα κακώς κείμενα στην Ευρωπαϊκή Ένωση – χωρίς αναφορά στη γαλλική συμβολή, και χωρίς να τίθεται ζήτημα κατάργησης των ιδρυτικών συνθηκών της Ένωσης, όπως το θέτει ο Μελανσόν; Αν οι νεκρολογίες του μαρξισμού-λενινισμού είναι πια κοινός τόπος για την ευρωπαϊκή Αριστερά, γιατί στον αντίποδα προσπερνιούνται η διαδρομή, οι πρωταγωνιστές και οι απόψεις που οδήγησαν στη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ; Το κυριότερο: μπορεί ο φόβος απέναντι στην Ακροδεξιά να υποκαταστήσει ως κινητήρια δύναμη για την πολιτική το «για ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας, όπως λέγαμε τότε» (σ. 21) — το σύνθημα που συνείχε, ως το ’68, σοσιαλιστές και κομμουνιστές (και) στη Γαλλία;

Δύσκολα μπορεί να αποφύγει κανείς τη σκέψη: οι «προοδευτικές συμμαχίες» που προτείνονταν άλλοτε δεν ήταν συμμαχίες για την απόκρουση ενός (πραγματικού) κινδύνου. Ήταν συμμαχίες που, σε αντίθεση με τη συρρίκνωση, μετά το ’68, του ορίζοντα της πολιτικής, έβαζαν τον πήχυ ψηλά – μέχρι την κοινωνική αλλαγή. Αυτή ήταν η δυναμική που κράταγε την Ακροδεξιά στο περιθώριο. Αλλά τη δυναμική αυτή οι σημερινοί «προοδευτικοί» ούτε καν τη διανοούνται.

Φωτογραφία: Ο Άγιος Ματθαίος και ο Άγγελος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Για τα τραπεζοκαθίσματα τίποτα κ. Λεκάκη;

#21ΦΝΘ Μαριάν και Λέοναρντ: Λόγια Αγάπης