Εντός, εκτός και επι των ορίων

Εντός, εκτός και επι των ορίων

Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου φαίνεται να αλλάζει πολλά στην Τουρκία, τόσο σε επίπεδο πολιτικής και κοινωνικής ζωής, όσο και σε επίπεδο διεθνών σχέσεων. Προς ποια κατεύθυνση όμως – και για πόσο; Για μια χώρα που διαχρονικά λύνει εσωτερικά προβλήματα μέσω της εξωτερικής πολιτικής και το αντίστροφο (βλ. Κουρδικό), οι εντυπωσιακές αλλαγές αυτών των ημερών είναι πιθανό να επιβεβαιώνουν τον κανόνα «αλλάζουν όλα για να μην αλλάξει τίποτα».

Τι αλλάζει

Εσωτερικό πεδίο

Ξεκινώντας με την πολιτική σκηνή, στις αρχές τoυ 2016 δεν υπήρχε αρχηγός κόμματος της αντιπολίτευσης στην Εθνοσυνέλευση που να μην αντιμετωπίζει μηνύσεις από τον Ερντογάν για δηλώσεις του κατά του τούρκου προέδρου. Σήμερα, εν μέσω γενικευμένων εκκαθαρίσεων από το καθεστώς (στην εκπαίδευση, το στρατό, το δικαστικό σώμα και την αστυνομία), οι μηνύσεις έχουν ανακληθεί. Τα κεντρικά γραφεία του AKP στην Άγκυρα κοσμεί ένα τεράστιο πορτρέτο του Κεμάλ, ενώ η κυβέρνηση άνοιξε την πλατεία Ταξίμ στην αντιπολίτευση έπειτα από τρία χρόνια απαγορεύσεων, για μια διαδήλωση του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP-κεμαλιστές) στην οποία πήραν μέρος και οπαδοί του Ερντογάν. Κι ενώ η ενσάρκωση του απόλυτου πολιτικού κακού, το HDP, καταγγέλλει τον αποκλεισμό του από την προωθούμενη εθνική ενότητα, ο πρωθυπουργός Γιλντιρίμ δηλώνει πως κι αυτό ακόμα είναι καλοδεχούμενο στην προσπάθεια εύρεσης κοινών τόπων στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση – κοινών τόπων με το σοσιαλφιλελεύθερο CHP και το ακροδεξιό MHP του Μπαχτσελί. Προσώρας, η συναίνεση αφορά κάτι διόλου αυτονόητο για την κεμαλική μιλιταριστική παράδοση: την υπαγωγή στρατοχωροφυλακής και Λιμενικού όχι πια στο ΓΕΕΘΑ, αλλά στο υπ. Εσωτερικών.

Διεθνείς σχέσεις

Στα τέλη Δεκέμβρη, ο Σελαχαντίν Ντεμιρτάς του HDP λοιδωρούνταν από τον Ερντογάν ως «προδότης» λόγω της επίσκεψής του στη Μόσχα: ήταν μόλις ένας μήνας από την κατάρριψη του ρωσικού τζετ από τουρκικό F-16, την οποία ο Πούτιν χαρακτήριζε «πισώπλατη μαχαιριά», καταγγέλλοντας την Τουρκία ότι χρηματοδοτεί τους τζιχαντιστές μέσα από το λαθρεμπόριο πετρελαίου. Μετά τη «συγγνώμη» του τούρκου προέδρου, στα τέλη Ιουνίου, είναι ο Ερντογάν που θα επισκεφθεί την ερχόμενη εβδομάδα τον Πούτιν στη Ρωσία, επικυρώνοντας έτσι την επαναπροσέγγιση των δύο πλευρών τις μέρες του αποτυχημένου πραξικοπήματος.

Συμμετρικά, μετά την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους, ο γ.γ. του ΝΑΤΟ ανταποκρινόταν αστραπιαία στο τουρκικό αίτημα να συγκαλέσει έκτακτη σύσκεψη των «28», δηλώνοντας σε ψυχροπολεμικούς τόνους την υποστήριξη της Συμμαχίας προς την Τουρκία και την «εδαφική ακεραιότητα της συμμάχου μας»· σήμερα, ο πρώην επικεφαλής του τουρκικού γενικού επιτελείου, στρατηγός ε.α. Ιλκέρ Μπασμπούγ, δηλώνει ότι η CIA στηρίζει τον Γκιουλέν – ο δε Ερντογάν κατηγορεί ευθέως τη Δύση ότι «στηρίζει την τρομοκρατία και στέκεται στο πλευρό πραξικοπηματιών».

Τουρκία και Ευρωπαϊκή Ένωση

Τον περασμένο Μάρτιο, η Τουρκία αποσπούσε από την Ευρωπαϊκή Ένωση δέσμευση να αρθούν οι προϋποθέσεις της βίζας για τους Τούρκους πολίτες «το αργότερο ως το τέλος του Ιουνίου το 2016», πέρα από την επιπλέον χρηματοδότηση για τον (επαίσχυντο) ρόλο της στο προσφυγικό. Με τον Ερντογάν να απειλεί ανοιχτά ότι η επανεισδοχή προσφύγων θα σταματήσει αν η Ε.Ε. δεν τηρήσει τα υπεσχημένα, ο Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ σηκώνει το γάντι: «υπό τις παρούσες συνθήκες η Τουρκία δεν μπορεί να γίνει μέλος της Ένωσης». Οι τεταμένες σχέσεις ειδικά με τη Γερμανία αποτελούν ξεχωριστό κεφάλαιο: Η Τουρκία απαγορεύει την επίσκεψη βουλευτών της Μπούντεσταγκ στους γερμανούς αεροπόρους της βάσης του Ιντσιρλίκ, λόγω της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Αρμενίων από τη γερμανική Βουλή, τον περασμένο Ιούνιο· και την ίδια στιγμή, η απαγόρευση απευθείας χαιρετισμού του Ερντογάν σε διαδήλωση οπαδών του στην Κολονία ρίχνει στο ναδίρ ένα κλίμα κακό ήδη από τον Μάρτιο, λόγω της σάτιρας, τότε, γερμανού κωμικού κατά του «σουλτάνου».

***

Αθροίζοντας και τις πρόσφατες εντάσεις με Ιταλία και Αυστρία, και φυσικά τον αντίκτυπο που έχουν στην Ευρώπη οι εκκαθαρίσεις και τα σενάρια επαναφοράς της θανατικής ποινής στην Τουρκία (βλ. το αίτημα του αυστριακού καγκελαρίου να σταματήσουν οι ενταξιακές συνομιλίες, σε συνέχεια ανάλογων δηλώσεων του προέδρου της γερμανικής Βουλής), τι μπορεί να συμπεράνει κανείς για την «επόμενη μέρα» μετά το πραξικόπημα;

Βραχυπρόθεσμα, και για διάφορους λόγους, οι ριψοκίνδυνες εκτιμήσεις αντενδείκνυνται.

«Συνέχεια του κράτους» α λα τούρκα

Εθνική ενότητα και σταθερότητα – αλλά χωρίς την Αριστερά και τους Κούρδους

Η «εθνική ενότητα» α λα Ερντογάν, ακόμα και διανθισμένη με δηλώσεις εγγύησης του κοινοβουλευτικού/μη προεδρικού χαρακτήρα του πολιτεύματος, περισσότερο επιδιώκει τη συναίνεση γύρω από την κυβέρνηση, ώστε αυτή να «διεθνοποιήσει» το πραξικόπημα, παρά υπαινίσσεται αλλαγή στρατηγικής. Οι αθρόες εκκαθαρίσεις «υπόπτων», που εύλογα χαρακτηρίζονται αντι-πραξικόπημα, δεν είναι η μόνη συνηγορία γι’ αυτό. Το HDP, που αντιτάχθηκε στο πραξικόπημα, καταγγέλλοντας παράλληλα τα ευρείας έκτασης πολιτικά αντίποινα, αποκλείστηκε από τις συναντήσεις Ερντογάν-αντιπολίτευσης, αλλά και από την προγραμματισμένη για τις 7 Αυγούστου διαδήλωση κατά του πραξικοπήματος. Ο Ερντογάν φαίνεται διατεθειμένος να ανταμείψει τους κεμαλιστές και τις κορυφές του στρατεύματος για τις αποστάσεις από τους πραξικοπηματίες – όχι όμως και να παραιτηθεί από τα σχέδια συνταγματικής ενίσχυσης της προεδρικής εξουσίας, πολύ δε περισσότερο από το μέτωπο στα νοτιοανατολικά της χώρας.

Για όποιον θυμάται ότι ο εκσυγχρονισμός υπό το ΑΚP ήταν ένας νεοφιλελεύθερος εκσυγχρονισμός με όχημα την ισλαμική μερίδα της αστικής τάξης (μικρομεσαίες επιχειρήσεις/MUSIAD), εξού και η συγκάλυψη των ταξικών ανταγωνισμών διά της θρησκείας, από τη νέα εξίσωση δεν μπορεί να λείπει η οικονομία. Από το 2012 η Τουρκία καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης χαμηλότερους από το σύνηθες 4%. Το έλλειμμά της αυξάνεται και οι ιδιωτικές επενδύσεις παίρνουν την κατιούσα, λόγω και της διαρκώς έκρυθμης κατάστασης στο εσωτερικό, αλλά και των ανατροπών στις διεθνείς σχέσεις. Τώρα προστίθενται και οι οικονομικές συνέπειες του πραξικοπήματος – οι ζημιές, που οι Τούρκοι υπολογίζουν στα 100 δισ. δολάρια, αλλά και οι βέβαιες απώλειες στον τουρισμό, που κοστίζουν διπλά σε μια οικονομία που στηρίζεται στην ιδιωτική κατανάλωση. Από αυτή λοιπόν τη σκοπιά, η προσπάθεια απόσπασης συναινέσεων πέραν της Αριστεράς, με την αξίωση αυτές να αποτυπωθούν και συνταγματικά, δεν αφορά τη στήριξη αποκλειστικά του Ερντογάν, αλλά και της «οικονομίας».

Ο κανόνας του συγκεντρωτισμού

Όπως η ένταξη στη δυτική σφαίρα επιρροής δεν απέτρεψε τη στήριξη των ΗΠΑ σε τρία στρατιωτικά πραξικοπήματα (1960, 1971 και 1980), και όπως η σημαία του εξευρωπαϊσμού/εκσυγχρονισμού, με την οποία το AKP ήρθε στην εξουσία δεν σήμανε εκδημοκρατισμό αλλά ανακατανομή ισχύος μεταξύ των κέντρων εξουσίας στην Τουρκία, έτσι και η «εθνική ενότητα» απέναντι στους πραξικοπηματίες και τους «δυτικούς υποστηρικτές» δεν προοιωνίζεται εξαιρέσεις στον κανόνα του αυταρχικού συγκεντρωτισμού. Κάθε άλλο.

Για οχτώ δεκαετίες από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, ο κανόνας αυτός, αντίδοτο στο σύνδρομο του «Μεγάλου Ασθενή» που τροφοδοτεί διαχρονικά τον τουρκικό εθνικισμό, ήθελε το στρατό εχθρό κάθε αριστερής, κεντροδεξιάς, ισλαμιστικής, φιλελεύθερης ή «διανοουμενίστικης» απόκλισης[2]: μια μηχανή εναντίον όλων. Με την πολιτική αλλαγή και την άνοδο του ισλαμιστικού AKP, το «ανύποπτο» 2002, η κοινωνική μηχανική του κεμαλισμού τέθηκε στην υπηρεσία του Ερντογάν. Η βοήθεια, έτσι, των προσκείμενων στον Γκιουλέν αστυνομικών και δικαστών υπήρξε όρος ώστε το AKP να εξισορροπήσει την εξουσία του στρατού. Σήμερα που ένα πραξικόπημα δοκίμασε την παντοδυναμία του Ερντογάν σε αστυνομία, δικαιοσύνη, μεγάλο τμήμα των ΜΜΕ και τα περισσότερα Πανεπιστήμια, ο εκδημοκρατισμός δεν (μπορεί να) αναμένεται «από τα πάνω» ή/και «απ’ έξω», από παραχωρήσεις δηλαδή του καθεστώτος ή διεθνείς πιέσεις, όσο κι αν η σημασία τους είναι προφανής. Με λιγοστές εξαιρέσεις, κυρίως στην αρχή της θητείας του, η νομιμοποίηση του Ερντογάν περνούσε πάντα λιγότερο από την παραχώρηση πολιτικών ελευθεριών και πολύ περισσότερο από τα εκτεταμένα δίκτυα φιλανθρωπίας στη βάση της θρησκευτικής αδελφότητας[3]. Σε αντίθεση με το κλίμα του 2013, η «μηχανική» αυτή δεν συναντά σήμερα ισχυρές αντιστάσεις στο πεζοδρόμιο, που για την ώρα δουλεύει υπέρ του Ερντογάν.

Ο κανόνας των «οριακών» διεθνών σχέσεων

Καθώς οι αλλαγές στο εσωτερικό εκτείνονται στην εξωτερική πολιτική, το παραπάνω σκεπτικό ισχύει και εδώ. Ενώ δηλαδή η κρίση στις σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι προφανής, ούτε η διάρκεια ούτε η έκβασή της μπορούν να προβλεφθούν με ασφάλεια, για πολλούς λόγους.

Ο πρώτος είναι οι παραδοσιακοί δεσμοί της Άγκυρας –οικονομικοί, στρατιωτικοί και πολιτικοί– με τη Δύση: ο Ερντογάν μπορεί να πέτυχε το μέχρι προ δεκαετίας αδιανόητο, τον περιορισμό δηλαδή του κεντρικού πυλώνα της Τουρκικής Δημοκρατίας, του στρατού· όμως, όσο προχωρημένη κι αν είναι σήμερα μια ορισμένη «παρακμή της Δύσης» που στρέφει την Τουρκία ανατολικά (ήττα της αντιτρομοκρατικής στρατηγικής στη Μέση Ανατολή, φυγόκεντρες τάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ολική επαναφορά Άσαντ χάρη στη Ρωσία), η Τουρκία δύσκολα θα αμφισβητήσει το δικό της ανήκομεν εις την Δύσιν – και όχι μόνο λόγω ΝΑΤΟ. Μάλλον έχει τη σημασία του έτσι, ότι, παρά τους υψηλούς τόνους του Ερντογάν, η ίδια δεν έθεσε θέμα ανάμειξης των ΗΠΑ στο πραξικόπημα κατά την πρόσφατη επίσκεψη του αμερικανού στρατηγού Ντάνφορντ στην Άγκυρα. Καθώς στη μεγάλη εικόνα η Τουρκία έχει δει να ηττάται και η δική της στρατηγική περί «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες», με εμβληματική περίπτωση τη Συρία, η δική της θέση αδυναμίας δεν μπορεί να λείπει από την εξίσωση, ούτε να εκλογικεύεται επί μακρόν με τη θεωρία-καρικατούρα της «πολύτιμης μοναξιάς» στην εξωτερική πολιτική[4]. Κι αυτό, ακόμα κι αν η αγωνία της για το Κουρδικό περνά τώρα (και) από τους ενισχυμένους στο συριακό μέτωπο Ρώσους. Ανάλογα ισχύουν και στην οικονομία, δεδομένου ότι η Ε.Ε. παραμένει ο σημαντικότερος εταίρος της Τουρκίας, απορροφώντας το 40% των εξαγωγών της.

Κοντά σε αυτά, οι ίδιες οι ΗΠΑ δύσκολα θα αφήσουν τον Πούτιν να εκμεταλλεύεται ανενόχλητος τη διεθνή υποχώρησή τους. Η δε Ευρωπαϊκή Ένωση γνωρίζει ότι χρειάζεται την Τουρκία στο προσφυγικό, έστω και χωρίς την ιδιότητα του μέλους. Είναι ενδεικτική, έτσι, η αποστροφή Γιουνκέρ, ότι οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις δεν πρέπει να κοπούν, ως έμμεση απάντηση στον πρόεδρο της γερμανικής Βουλής. Όπως είναι και η πρόσφατη δήλωση της Κομισιόν, ότι «η Τουρκία μπορεί ακόμη να θεωρηθεί ασφαλής τρίτη χώρα», που ακολούθησε σχετική επιστολή του Δημήτρη Αβραμόπουλου στον Γιάννη Μουζάλα· επρόκειτο για τη νιοστή υπόμνηση ότι ο κυρίως καβγάς της Δύσης με την Τουρκία δεν ήταν ποτέ στην πραγματικότητα για τα δικαιώματα και τη δημοκρατία.

***

Με δεδομένα τα παραπάνω, υπάρχει κι ένας δεύτερος, εξίσου σημαντικός λόγος, που η παρούσα κρίση δεν σημαίνει υποχρεωτικά ρήξη της Τουρκίας με τη Δύση: είναι οι παραδοσιακά εργαλειακές, αμφίθυμες και ευμετάβλητες («οριακές») διεθνείς σχέσεις της Άγκυρας. Τα χαρακτηριστικά αυτά, σύμφυτα με το διαχρονικό διπλό φόβο της Τουρκίας (χωρίς τη Δύση, «Μεγάλος Ασθενής» – υπό την αιγίδα της, «υποχείριό» της), δεν περιορίζονται στη θητεία του Ερντογάν[5]. Επί των ημερών του ωστόσο παροξύνονται, άλλοτε καθρεφτίζοντας ανάλογες τάσεις στην πολιτική των δυτικών συμμάχων του (όχι μόνο των δεξιών και ακροδεξιών), άλλοτε απλώς δικαιώνοντάς τες.

Μένοντας στα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αν και ανάλογα δείγματα βρίσκει κανείς στις σχέσεις με τη Συρία, τη Λιβύη, το Ιράν, το Ιράκ και το Ισραήλ), ο πρώην πρωθυπουργός Νταβούτογλου τις έχει περιγράψει ως «εκκρεμές κατά μέτωπο αντιπαράθεσης/ολοκλήρωσης [με] αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης, που μετατρέπει τις σχέσεις σε μια πορεία με ανόδους και καθόδους». Στο Στρατηγικό βάθος, απ’ όπου και το σχετικό παράθεμα, ο Νταβούτογλου βλέπει τις προϋποθέσεις ένταξης στην Ε.Ε. με βάση τα κριτήρια της Κοπεγχάγης (1993) ως «περιορισμό του πεδίου του εθνοκράτους, όταν [αυτό] συνυπάρξει με την έννοια των μειονοτικών δικαιωμάτων». Κι ο Ερντογάν όμως έχει δηλώσει χαρακτηριστικά (2013) ότι η διαδικασία της διεύρυνσης της Ε.Ε. θα μπορούσε να συνεχιστεί στο πλαίσιο διαφορετικής δομής, φέρνοντας ως παράδειγμα τη μη συμμετοχή της Βρετανίας στην Ευρωζώνη[6]. Κι όμως, είναι ο ίδιος που θα καταγγέλλει κατά καιρούς αυτοθυματοποιούμενος την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι δεν θέλει την Τουρκία λόγω θρησκεύματος – και ο Νταβούτογλου εκείνος που, με διάφορες αφορμές, όπως το Μάρτιο του 2012, θα διαβεβαιώνει πως «το να γίνει μέλος της Ε.Ε. αποτελεί στρατηγική επιλογή για την Τουρκία».

Πουθενά στον κόσμο η πολιτική αρχών δεν είναι η πολιτική των αστικών κυβερνήσεων, και το AKP δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Γι’ αυτό και, πέρα από εκτιμήσεις για την πολιτική ή τη γεωπολιτική σκακιέρα, το κύριο είναι τώρα η στήριξη όσων αμφισβητούν το καθεστώς από τ’ αριστερά – είτε στη «συναινετική» είτε στην ανοιχτά «καισαρική» εκδοχή του. Αυτή είναι ίσως η πιο σημαντική διεθνής πρόκληση για την Αριστερά στην Ευρώπη. Και αφορά έναν αγώνα που καιρό τώρα δίνεται με όρους ζωής ή θανάτου, μιλώντας δυστυχώς κυριολεκτικά.

_____________

[1] Ενδεικτικά: Αχμέτ Ινσέλ-Αλί Μπαϊράμογλου (επιμ.: Σ. Αναγνωστοπούλου-Στρ. Μπουρνάζος), Ο τουρκικός στρατός, Βιβλιόραμα 2007.

[2] Βλ. σχετικά: Νίκος Μούδουρος, «Ισλάμ και καπιταλισμός στην Τουρκία: μια πετυχημένη ιστορία;», στο: Συλλογικό, Η νέα τουρκική ηγεμονία. Διαστάσεις του πολιτικού Ισλάμ, Παπαζήση 2014.

[3] Βλ. Αχμέτ Ινσέλ, Εισήγηση στην εκδήλωση «Οι εξελίξεις στο Κυπριακό», που διοργάνωσαν το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και οι εφημερίδες Αυγή και Εποχή στις 15.3. 2014, στη Νομική Σχολή.

[4] Μέχρι το 1932, η μόνη σταθερή σχέση του τουρκικού κράτους ήταν με τη Σοβιετική Ένωση, χωρίς η Τουρκία να συμμερίζεται τους στόχους της Οκτωβριανής Επανάστασης. Το 1932 η ίδια θα ενταχθεί στην Κοινωνία των Εθνών, διατηρώντας οικονομικές σχέσεις με τη ναζιστική Γερμανία, αν και ανήσυχη για την ιταλική επιθετικότητα και τη γερμανοϊταλική συμμαχία. Το 1939 θα συνάψει συμφωνίες με Βρετανία και Γαλλία, διερευνώντας δυνατότητες βοήθειας από τις ΗΠΑ. Ως το 1943, ωστόσο, θα τηρεί ευμενή στάση προς τον Άξονα – και μόνο το Φεβρουάριο του 1945 θα ενταχθεί στην Αντιφασιστική Συμμαχία. Με το Δόγμα Τρούμαν, το Σχέδιο Μάρσαλ, τη συμμετοχή της στον πόλεμο της Κορέας και την ένταξη στο ΝΑΤΟ, η Τουρκία θα ενταχθεί στο Ατλαντικό σύστημα – όμως η κρίση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις την περίοδο ’63-’64, με επίκεντρο το Κυπριακό, θα οδηγήσει σε επαναπροσέγγιση με την ΕΣΣΔ. Παρά τη στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ, το 1967 και το 1973 η Άγκυρα δεν θα επιτρέψει στους Αμερικανούς τη χρήση των βάσεων για τις ανάγκες του Αραβο-ισραηλινού πολέμου. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι, μέχρι το 1978, η Σοβιετική Ένωση χρηματοδοτούσε 42 διαφορετικά προγράμματα στην Τουρκία, ενώ ως το τέλος της ίδιας δεκαετίας η Τουρκία λάμβανε τη μεγαλύτερη σοβιετική οικονομική βοήθεια προς αναπτυσσόμενο κράτος μετά την Κούβα. Βλ. Νίκος Χριστοφής, «Τουρκία και Δύση στον Ψυχρό Πόλεμο, 1945-1989» και Γιώργος Μαργαρίτης, «Η Τουρκία του Ατλαντικού», ό. π. Η εικόνα δεν μεταβάλλεται με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου: το 1991, ο αμερικανός πρεσβευτής στην Άγκυρα την περίοδο του πολέμου στον Κόλπο χαρακτήριζε «συντρίμμια» τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας, ενώ στον πόλεμο με το Ιράκ το 2003, η άρνηση της Άγκυρας να επιστρέψει την εγκατάσταση 62.000 αμερικανών στρατιωτών προηγήθηκε της διέλευσης πολεμικών αεροσκαφών από τον εναέριο χώρο της, αναγκάζοντας αμερικανό αξιωματούχο να σχολιάσει: «Οι Τούρκοι μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα ήταν σύμμαχοι του Σαντάμ Χουσεΐν, τώρα είναι περίπου ουδέτεροι». Στο: Αντώνιος Δεριζιώτης, «Η εξωτερική πολιτική του Ερντογάν και η Ουάσινγκτον», ό. π.

[5] Μιχάλης Ατταλίδης, «Τουρκία: μια υποψήφια χώρα;», ό. π.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ομοφυλόφιλος πρόσφυγας βρέθηκε αποκεφαλισμένος στην Κωνσταντινούπολη

Το ολυμπιακό «Τείχος της Ντροπής»