in

Σάσκια Σάσεν: Η κρίση στην ευρωζώνη και το μέλλον της Ευρώπης

Πρόσφατα γράψατε για το ζήτημα της παρακολούθησης. Πιστεύετε ότι τα μέτρα ασφαλείας τα οποία στοχεύουν στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, αποτελούν μια πιθανή απειλή για τα δικαιώματα των πολιτών τόσο εντός όσο και εκτός Ευρώπης;
Η παρακολούθηση είναι ένα από τα ζητήματα που με απασχολούν τελευταία, αλλά το ενδιαφέρον μου δεν επικεντρώνεται στην παρακολούθηση που συμβαίνει σε μικρή κλίμακα. Δεν με απασχολεί, λ.χ., η παρακολούθηση από κάμερες κλειστού κυκλώματος ή από τις κάμερες της τροχαίας – οι οποίες είναι για μένα σχετικά ανώδυνες, εφόσον βοηθούν στην αποτροπή εγκλημάτων ή στην αποφυγή θανατηφόρων ποδηλατικών ατυχημάτων. Με απασχολεί κάτι πολύ διαφορετικό: ένα διακρατικό σύστημα παρακολούθησης, μέσω του οποίου συνδέονται αρκετές χώρες.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η πιο ακραία από αυτές τις χώρες και θέτει τον κανόνα για το σύστημα αυτό. Μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια, ως μέρος του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία», οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναπτύξει ένα σύστημα παρακολούθησης, το οποίο χρησιμοποιεί πάνω από 10.000 ογκώδη κτίρια όπου αποθηκεύεται ένας αχανής τεχνολογικός εξοπλισμός για την παρακολούθηση και τη συλλογή στοιχείων αναφορικά με άτομα και οργανισμούς. Απασχολεί περίπου ένα εκατομμύριο εργαζόμενους, οι οποίοι διαθέτουν εξουσιοδότηση πρόσβασης σε εμπιστευτικές πληροφορίες, και τουλάχιστον 260.000 ιδιωτικές εταιρείες. Αυτές οι εταιρείες προσλαμβάνουν εξειδικευμένο προσωπικό και από άλλες χώρες, γεγονός που βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρον, καθώς διεθνοποιεί και αποεθνικοποιεί αυτόν τον απόρρητο κόσμο, η πρόσβαση στον οποίο απαιτεί υψηλού επιπέδου ειδική εξουσιοδότηση.
Ποια είναι η λογική πίσω απ’ όλα αυτά; Η λογική είναι ότι για την ασφάλειά μας –και στην πραγματικότητα με αυτό εννοούμε την αποτροπή τρομοκρατικών επιθέσεων– ο κάθε πολίτης πρέπει να θεωρείται, βάσει της λογικής αυτού του συστήματος, ύποπτος. Όλη αυτή η παρακολούθηση υπάρχει απλώς και μόνο για να οδηγήσει εν ευθέτω χρόνω σε μια χούφτα ανθρώπων οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι όντως τρομοκράτες. Έτσι όμως γεννιούνται δύο ζητήματα. Αφενός, σε αυτού του είδους το σύστημα ποιοι είμαστε εμείς οι πολίτες; Μετατρεπόμαστε μήπως σε νέους ιθαγενείς μιας νέας αποικίας; Πρέπει να υφιστάμεθα την παρακολούθηση και να μας διδάσκουν πώς να είμαστε πολιτισμένοι; Αφετέρου, ενώ διαθέτουμε όλο αυτό το τεράστιο υπερσύστημα παρακολούθησης με το οποίο εντοπίζουμε μικρό αριθμό ατόμων που πραγματικά αποτελούν απειλή, παρ’ όλα αυτά συμβαίνουν γεγονότα όπως αυτό της Βοστόνης. Έχει λοιπόν συγκεντρωθεί ένας τεράστιος όγκος δεδομένων για τον καθέναν από εμάς, ενώ την ίδια στιγμή έχουν καταργηθεί οι παραδοσιακές μέθοδοι συλλογής πληροφοριών. Άρα το κομβικό ζήτημα που προκύπτει είναι: τελικά ποιος επωφελείται απ’ όλο αυτό; Η απάντηση είναι ότι επωφελούνται οι εταιρείες που εμπλέκονται στη δημιουργία και την αναβάθμιση αυτών των τεχνικών συστημάτων.
Οπότε το ζήτημα της παρακολούθησης δεν έχει σχέση με αυτή την εμμονή που παρατηρείται στο Ηνωμένο Βασίλειο αναφορικά με την παρακολούθηση σε μικρή κλίμακα και την καταγραφή προσωπικών στοιχείων –είμαστε εξάλλου τόσο χαρτογραφημένοι από τη διαδικτυακή τεχνολογία όπως το Facebook, το Twitter και το Google, που δεν έχει και τόση σημασία. Ή όπως το έθεσε κάποιος, είμαστε σε μια κατάσταση όπου το μόνο που απαιτείται είναι το γύρισμα του κλειδιού στην κλειδαριά: δεν έχουμε γυρίσει ακόμα το κλειδί, αλλά όλα είναι έτοιμα στη θέση τους.

Ποια είναι, κατά την άποψή σας, η θεμελιώδης αιτία της κρίσης στην ευρωζώνη;
Τρέφω μεγάλο σεβασμό και μεγάλο θαυμασμό για το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο σεβασμός αυτός δεν προέρχεται από κάποια πεποίθηση που υπαγορεύει ότι θα έπρεπε να βρεθούμε όλοι μαζί και να δημιουργήσουμε ένα είδος «υπερκράτους», προέρχεται από τα θεμελιώδη στοιχεία που κατεύθυναν το ευρωπαϊκό εγχείρημα: την εμπιστοσύνη στο δίκαιο και στην αποφυγή χρήσης στρατιωτικών μέσων για την επίλυση των ζητημάτων. Υπάρχει ωστόσο και μια σημαντική παράμετρος που επηρεάζει τα παραπάνω, το γεγονός ότι η ώθηση για ταχύτερη υιοθέτηση του ευρώ κατευθυνόταν από εταιρείες. Οι μεγάλοι κερδισμένοι του ευρώ ήταν οι μεγάλες επιχειρήσεις, που θα μπορούσαν να γίνουν ακόμα μεγαλύτερες και να εισέλθουν πιο αποτελεσματικά στον παγκόσμιο οικονομικό χώρο. Αυτές που επλήγησαν ήταν οι μικρότερες επιχειρήσεις, που συνδέονταν με τοπικές ή περιφερειακές αγορές.
Δεν είμαι ενάντια στην ύπαρξη ενός ενιαίου νομίσματος –ιδιαίτερα για μένα που ταξιδεύω σε όλη την Ευρώπη είναι υπέροχο–, το πρόβλημα όμως ήταν η βιασύνη. Θυμάμαι όσους αντιδρούσαν υποστηρίζοντας πως δεν υπήρχε περίπτωση να το επιτύχουμε. Κι όμως, τα καταφέραμε. Γιατί; Γιατί όταν τα πλέον ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα θέλουν κάτι να γίνει, το κάνουν να γίνει, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο. Το γεγονός ότι οι περισσότερες από αυτές τις εθνικές οικονομίες στηρίζονται στις μικρές επιχειρήσεις, περιφερειακές αγορές και βασίζονται στην τοπική παραγωγή, απλώς παραβλέφθηκε. Και πιστεύω ότι τώρα πληρώνουμε το τίμημα γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο.
Φυσικά, υπάρχουν και άλλα ζητήματα που προκύπτουν στο πλαίσιο αυτό. Ένα από τα ζητήματα αυτά είναι ότι με την ολοκλήρωση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και με την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος, έγινε πολύ πιο προσοδοφόρα η όλη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα – ο οποίος διαφέρει κατά πολύ από τον παραδοσιακό τραπεζικό τομέα. Αν είχαμε ακόμα διαφορετικά εθνικά νομίσματα, τότε οι κεντρικές τράπεζες θα είχαν τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης και θα απέτρεπαν τη μεγέθυνση που καθιστά την κατάσταση τόσο επικερδή για τον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό τομέα. Όταν έχεις αυτό το επίπεδο ολοκλήρωσης, ο χρηματοπιστωτικός τομέας αποκτά κυρίαρχη θέση στην οικονομία.
Ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν αφορά μόνο το πραγματικό χρήμα: αν πάρουμε, για παράδειγμα, τα χρηματοοικονομικά παράγωγα, που αποτελούν τη βασική μονάδα μέτρησης της αξίας του, αυτά έχουν συνολική αξία πολλαπλάσια του παγκόσμιου Α.Ε.Π. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι εκείνος που διαταράσσει τη λειτουργία των οικονομιών της ευρωζώνης, η έλλειψη πειθαρχίας δεν είναι μέρος του προβλήματος αυτή τη δεδομένη στιγμή. Μέρος του προβλήματος δεν είναι ούτε η έλλειψη υπευθυνότητας που επιδεικνύουν οι εθνικές κυβερνήσεις. Αντιθέτως, η χρηματιστικοποίηση των πάντων είναι. Η κατάσταση στην Ελλάδα, όπου ξαφνικά οι χρηματαγορές άρχισαν να στοιχηματίζουν κατά της χώρας, αποτελεί για μένα εγκληματική πράξη.

Δεδομένων των οικονομικών προβλημάτων στην Ευρωζώνη, πιστεύετε πως φθίνει η σημασία που έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τον υπόλοιπο κόσμο;
Πάντοτε πίστευα ότι αν η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργούσε πιο έξυπνα, θα είχε ενσωματώσει και την Τουρκία. Η Τουρκία πλέον δεν επιθυμεί να προσχωρήσει –τη στιγμή αυτή είναι μια οικονομία σαφώς πιο δυναμική από την ευρωπαϊκή–, ωστόσο θα ήταν σοφό να έχουν συμπεριληφθεί κι εκείνοι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. [Η συνέντευξη της Σ.Σ. δόθηκε λίγες μέρες πριν ξεσπάσουν τα γεγονότα στην Ιστανμπούλ με αφορμή το πάρκο Γκεζί. –Σ.τ.Σ.] Μια τέτοια στάση θα είχε φέρει στην Ευρωπαϊκή Ένωση ένα εξαιρετικά προοδευτικό τμήμα του μουσουλμανικού πληθυσμού. Οι τούρκοι πανεπιστημιακοί, για παράδειγμα, κατά την άποψή μου είναι από τους πλέον αξιόλογους. Πιστεύω ότι ήταν μια χαμένη ευκαιρία που θα έδινε τη δυνατότητα να δημιουργηθεί μια γέφυρα επικοινωνίας με το κομμάτι εκείνο του μουσουλμανικού κόσμου που βρίσκεται πιο κοντά στην Ευρώπη.
Ωστόσο, ακόμα πιστεύω ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι πολύ σημαντική. Η Ευρώπη έχει σημασία για ολόκληρο τον κόσμο ως μια ισχυρή ζώνη για την επίλυση των προβλημάτων μέσω της διαπραγμάτευσης και της διπλωματίας. Οι Ευρωπαίοι ξέρουν από διπλωματία, ενώ η μόνη διπλωματία που γνωρίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι αυτή των ισχυρότατων όπλων. Συνεπώς, το να χαθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν πραγματικά κρίμα και όχι τόσο από οικονομική άποψη όσο από γεωπολιτική.

Κατά την τελευταία δεκαετία έχουν εκδηλωθεί αναταραχές σε ευρωπαϊκές πόλεις, όπως το Παρίσι και το Λονδίνο. Πώς πρέπει να αντιλαμβανόμαστε αυτές τις πράξεις διατάραξης του δημόσιου βίου;
Όταν βλέπω να συμβαίνει κάτι τέτοιο, η πρώτη μου αντίδραση είναι να κάνω ένα βήμα πίσω, ξεχνώντας για λίγο τη σύγχρονη αντίληψη σχετικά με τις «αναταραχές» ή τις περιγραφές του κινήματος Occupy, που ξεκίνησε από την κατάληψη της Γουόλ Στριτ – ένα κίνημα που ως επί το πλείστον θεωρείται αναποτελεσματικό ή ακόμα και καταστροφικό εφόσον δεν υποστηρίζεται από κάποιο πολιτικό κόμμα και δεν σχετίζεται με κάποιο πολιτικό πρόγραμμα. Νομίζω ότι χρειάζεται να αποφεύγουμε τις περιγραφές αυτού του είδους, για να καταλάβουμε αν κάτι που συμβαίνει έχει πραγματικά σημασία. Το καίριο ερώτημα για μένα, ως μέλος ης ακαδημαϊκής κοινότητας και ως θεωρητικό, είναι: Μπορούν άραγε να δημιουργήσουν ιστορία οι μη έχοντες εξουσία, οι κοινωνικά και πολιτικά ανίσχυροι; Και αν η απάντηση είναι θετική, τότε το ζητούμενο είναι: Δημιουργούν άραγε ιστορία ακόμη και χωρίς να κερδίσουν την εξουσία;
Αν δει κανείς πώς διαχειριζόμαστε συνήθως το ζήτημα των αδυνάτων, κατά κανόνα βλέπουμε την έλλειψη ισχύος ως μια φυσιολογική κατάσταση, η οποία ανατρέπεται μόλις κάτι θετικό συμβεί και μας οδηγήσει στην απόκτησή της. Υποστηρίζω ότι ανάμεσα σε αυτές τις δύο καταστάσεις υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός αθέατων ιστοριών, που αφορούν ανθρώπους οι οποίοι παρ’ όλη την αδυναμία τους δημιούργησαν ιστορία, η οποία όμως παρέμεινε αφανής διότι οι άνθρωποι αυτοί δεν απέκτησαν ποτέ εξουσία. Η κοινωνική και πολιτική ενδυνάμωση καθιστά ορατή την ιστορία που δημιουργεί κανείς. Πιστεύω όμως ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες η αδυναμία μπορεί να γίνει ιδιαίτερα σύνθετη και ότι αυτή ακριβώς η συνθετότητα γεννά τη δυνατότητα να δημιουργήσει κανείς ιστορία ή να επιτύχει πάντως τους πολιτικούς του στόχους με διαφορετικό τρόπο, ακόμα και χωρίς να αποκτήσει εξουσία. Οι περιπτώσεις αυτές μπορεί να είναι στιγμές σε μια χρονική τροχιά διάρκειας πολλών γενεών. Αρκεί να αναλογιστούμε το κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, που χρειάστηκε έναν αιώνα ή και παραπάνω, ή τον αγώνα των γυναικών για την απόκτηση του δικαιώματος ψήφου. Δεν θέλω να χάσω τέτοιες στιγμές, που πιθανόν να αποτελούν το εφαλτήριο για κάτι άλλο που θα φέρει μια ουσιαστική αλλαγή.
Όταν λοιπόν παρακολουθώ αυτές τις αναταραχές και τις εξεγέρσεις, διερωτώμαι κατά πόσον αυτές αποτελούν την πολιτική των αδυνάτων. Γνωρίζουν ότι αν προσπαθήσουν να έρθουν σε άμεση επαφή με τους κοινοβουλευτικούς τους εκπροσώπους με σκοπό την αλλαγή ενός νόμου, δεν θα καταφέρουν τίποτα, κι έτσι αυτά τα κινήματα αποτελούν εναλλακτικούς τρόπους, με τους οποίους οι αδύνατοι μπορούν να αρθρώσουν πολιτικό λόγο. Στα προάστια του Παρισιού έχει καταστεί σαφές εδώ και καιρό ότι η μόνη γλώσσα στην οποία πρόκειται να ακουστείς και να γίνεις ορατός στα μέσα επικοινωνίας και την υπόλοιπη κοινωνία, είναι αυτή του εμπρησμού μερικών αυτοκινήτων. Και αυτό συμβαίνει. Είναι ένα είδος αστικής βίας, που λειτουργεί σαν μορφή επικοινωνίας.
Ωστόσο, πιστεύω ότι οι αναταραχές στο Λονδίνο διέφεραν από τα κινήματα τύπου Occupy. Οι αναταραχές στο Λονδίνο συνδέονταν με την απογοήτευση της μεσαίας τάξης όσον αφορά την αποτυχία του φιλελεύθερου κράτους, όπως συμβαίνει και με τα κινήματα των «αγανακτισμένων». Για να επεκταθούμε λίγο επ’ αυτού, το κοινωνικό συμβόλαιο συνάπτεται πάντα μεταξύ του φιλελεύθερου κράτους και της μεσαίας τάξης, και αυτό που παρατηρούμε σήμερα είναι ότι το κοινωνικό συμβόλαιο με αυτή τη γενιά έχει διαρραγεί εξαιτίας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών των ιδιωτικοποιήσεων, των περικοπών των κρατικών εξόδων και της λιτότητας.
Συνεπώς, βλέπω στις αναταραχές στο Λονδίνο μια «άναρθρη» εκδοχή, που δεν λειτουργεί σαν μορφή επικοινωνίας όπως στην περίπτωση των κινημάτων τύπου Occupy, αλλά αντ’ αυτού χρησιμοποιεί το σώμα της: σωματοποιείται δηλαδή η πολιτική. Οι αγανακτισμένοι στο Λονδίνο θέλουν υλικά αγαθά, θέλουν να γίνουν καταναλωτές, τα σώματά τους μετατρέπονται σε μέσα τα οποία χρησιμοποιούν για να μπουν στα καταστήματα και να πάρουν ό,τι ζητούν.
Αυτό μοιάζει περισσότερο με πλιάτσικο παρά με πολιτικό κίνημα, βρίσκεται όμως στο ένα άκρο της κλίμακας, ενώ στο άλλο άκρο έχουμε τις καταλήψεις που διαθέτουν μια πολύ πιο ουσιαστική πολιτική ατζέντα. Η ατζέντα τους αφορά την παραδοσιακή μεσαία τάξη, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια κατάσταση όπου το κράτος την απογοητεύει: έπαιξαν σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού, πήραν την εκπαίδευση στα σοβαρά, πιθανόν κάποιοι από αυτούς απέκτησαν πανεπιστημιακά πτυχία και παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχουν δουλειές. Δεν αρνούμαι ότι, ειδικά οι αναταραχές του Λονδίνου, αποτέλεσαν μια διφορούμενη περίπτωση – συνέβησαν πολλά αξιοκατάκριτα πράγματα–, αλλά υπάρχει και αυτή η άλλη διάσταση, το ότι πραγματικά διαδραμάτισαν ιστορικό ρόλο. Και το κύριο σημείο που θέλω να τονίσω εδώ, είναι ότι αν και δεν απέκτησαν εξουσία, μπορούμε να πούμε ότι δημιούργησαν ιστορία.

Δημιουργήσατε την έννοια των «παγκόσμιων πόλεων»: είναι τόποι που λειτουργούν ως γέφυρες μεταξύ των αναδυόμενων παγκόσμιων αγορών και των εθνικών οικονομιών. Πώς πρέπει να βλέπουμε τις παγκόσμιες πόλεις και τη σύνδεσή τους με τον υπόλοιπο κόσμο;
Η παγκόσμια πόλη αποτελεί ένα είδος δομικής τρύπας στον ιστό των εθνικών οικονομιών, των εθνικών κοινωνιών και των εθνικών επικρατειών. Κάθε παγκόσμια πόλη είναι εξαιρετικά διαφορετική και ιδιαίτερα εξειδικευμένη, γεγονός το οποίο σε μεγάλο βαθμό έχει περάσει απαρατήρητο από τους μελετητές, γιατί βλέποντας την καταναλωτική πλευρά αυτών των οικονομιών, η οποία είναι και η πιο εύκολα κατανοητή και ορατή, υπάρχει μεγάλος βαθμός τυποποίησης. Επιπλέον, όταν παρατηρήσει κανείς την οπτική δομή των ανακαινισμένων κέντρων των πόλεων αυτών, θα αντιληφθεί ότι τα υπερσύγχρονα οικονομικά κέντρα, τα υπερσύγχρονα αεροδρόμια και οι πολυτελείς οικιστικές και εμπορικές τους ζώνες παρουσιάζουν υψηλό βαθμό τυποποίησης. Δεν έχει σημασία το πόσο ευφάνταστοι θα είναι οι αρχιτέκτονες, ούτε έχουν σημασία οι διακοσμητικές λεπτομέρειες που θα επιστρατεύσουν για να διαφοροποιήσουν τα κτίριά τους, αυτό το τυποποιημένο υπερσύγχρονο περιβάλλον μπορεί κανείς εύκολα να το αντιληφθεί.
Αυτό έχει οδηγήσει στην υπόθεση ότι οι οικονομίες των πόλεων αυτών γίνονται όλο και πιο ομογενοποιημένες. Ωστόσο, τα ευρήματα από την έρευνά μου οδηγούν στο ότι η παγκοσμιοποίηση ώθησε τις πόλεις προς την εξειδίκευση, την καθεμιά προς διαφορετική κατεύθυνση και σε διαφορετικό βαθμό. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την Ευρώπη: το Λονδίνο ναι μεν αποτελεί οικονομικό κέντρο, είναι όμως πολύ διαφορετικό από το Παρίσι ή τη Φραγκφούρτη, και ακόμα πιο διαφορετικό από τη Νέα Υόρκη και τη Σαγκάη και ούτω καθεξής. Όλες αυτές οι πόλεις είναι ριζικά διαφορετικές. Αν ρίξουμε μια ματιά στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχουν δύο μείζονα παγκόσμια οικονομικά κέντρα, το Σικάγο και η Νέα Υόρκη, και αυτά έχουν ακραίες διαφορές – ανεξάρτητα από το ότι τα υπερσύγχρονα περιβάλλοντα που έχουν κατασκευαστεί και στις δύο πόλεις, παρουσιάζουν τα ίδια τεχνικά στοιχεία. Τα παραπάνω ισχύουν για όλα τα οικονομικά κέντρα αυτού του μεγέθους. Η Κίνα έχει τέσσερα μεγάλα οικονομικά κέντρα, το καθένα εντελώς διαφορετικό. Αυτό αφορά όχι μόνο τον χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά και τις πιο εξειδικευμένες υπηρεσίες –οτιδήποτε έχει να κάνει με τη διεπιχειρησιακή οικονομία σε επίπεδο μεγάλων επιχειρήσεων. Οι εξειδικευμένες νομικές υπηρεσίες και οι υπηρεσίες δημιουργικής λογιστικής επίσης τείνουν να επικεντρώνονται σε διαφορετικούς τομείς –μπορεί να απευθύνονται στον τομέα της βαριάς βιομηχανίας και της διαχείρισης και οργάνωσης εμπορευμάτων στο Σικάγο και τη Σαγκάη ή στη Νέα Υόρκη και το Πεκίνο. Οπότε όσον αφορά τη λειτουργία της παγκόσμιας πόλης –αν εξαιρέσουμε το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτιστικό της περιβάλλον–, δεν μπορεί κανείς να προβεί σε γενικεύσεις σε επίπεδο ηπείρων και να κάνει διαχωρισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών παγκόσμιων πόλεων και αυτών που βρίσκονται στην Αμερική ή στην Ασία. Καθεμιά από αυτές τις πόλεις έχει μια εξειδικευμένη, μοναδική λειτουργία την οποία και προσφέρει στις διεθνείς αγορές. Καμία άλλη πόλη δεν μπορεί να επιτελέσει την ίδια λειτουργία κατά τον ίδιο τρόπο.
Η παγκόσμια λειτουργία των πόλεων αυτών είναι μία μονάχα πτυχή τους. Το Λονδίνο είναι πολλές πόλεις και μέσα του υπάρχει και αυτή η παγκόσμια λειτουργία: μια λειτουργία τελείως εξειδικευμένη που αποτελεί τμήμα πολλαπλών παγκόσμιων δικτύων, στα οποία οι περισσότερες καταναλωτικές αγορές –ο κόσμος της τέχνης, η ασφαλιστική αγορά και ούτω καθεξής– δεν συμμετέχουν. Οπότε αν μιλάμε για τις πόλεις συνολικά, τότε φυσικά και θα υπάρχουν ομοιότητες, αλλά δεν μπορούμε να γενικεύσουμε αναφορικά με τη σημασία των πόλεων αυτών για την παγκόσμια οικονομία.
Αυτό που έχει σημασία για την παγκόσμια οικονομία, είναι ο ενδιάμεσος τομέας: όχι η καταναλωτική πλευρά μιας οικονομίας, αλλά η διεπιχειρησιακή οικονομία, όπου οι εταιρείες συναλλάσσονται μεταξύ τους. Είναι σε αυτόν τον διεπιχειρησιακό κόσμο όπου αντιλαμβάνεται κανείς την εξαιρετική σημασία που έχουν οι εξειδικευμένες διαφορές των πόλεων αυτών για την παγκόσμια αγορά, τις παγκόσμιες επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις –που επίσης χρησιμοποιούν τις δυνατότητες τις οποίες προσφέρουν αυτές οι διαφοροποιήσεις.

* Η Σάσκια Σάσεν είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και στο London School of Economics.

Μετάφραση: Μαριλένα Μυλωνά

Πηγή: Εποχή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ηλεκτρονική εφαρμογή για τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων χρεών

ΠΑΜΕ: Συγκέντρωση στις 19.00 στην Ομόνοια