Σαν σήμερα βρίσκεται νεκρός ο δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ

Στις 16 Μαίου του 1948, βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη δολοφονημένος ο δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ και ανοίγει ο κύκλος των πολιτικών δολοφονιών στην πόλη,που θα σημαδέψουν την μεταπολεμική κοινωνική της ιστορία. Παράλληλα το παρακράτος πιάνει δουλειά στη Θεσσαλονίκη και ακολουθούν οι δολοφονίες Λαμπράκη και Τσαρουχά. Το alterthess.gr παραθέτει σήμερα  3 κείμενα που αναφέρονται στη δολοφονία για την οποία ποτέ δε βρέθηκε ο ένοχος.

Η δολοφονία του Τζορτζ Πολκ

Στις 16 Μαΐου 1948, μεσούντος του Εμφυλίου Πολέμου, ο βαρκάρης Λάμπρος Αντώναρος βρίσκει να επιπλέει στον θαλάσσιο χώρο της Θεσσαλονίκης ένα πτώμα με μια σφαίρα στο κρανίο και δεμένο χειροπόδαρα. Η δολοφονία είναι οφθαλμοφανής και γρήγορα ανακαλύπτεται ότι το πτώμα ανήκει στον αμερικανό δημοσιογράφο Τζορτζ Πολκ, απεσταλμένο του ειδησεογραφικού δικτύου CBS. Η είδηση κάνει τον γύρο του κόσμου.

Ο Πολκ, 35 ετών, παντρεμένος με την ελληνίδα αεροσυνοδό Ρέα Κοκκώνη, ήταν δεινός επικριτής, τόσο των ανταρτών, όσο και της ελληνικής κυβέρνησης. «Γκάνγκστερ» αποκαλούσε τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, «διεφθαρμένη» ήταν ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός που επιφύλασσε στην κυβέρνηση Φιλελευθέρων και Λαϊκών. Ποιος είχε συμφέρον να τον δολοφονήσει;

Ο πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης λίγες ώρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος δήλωνε ότι «αποτελεί ζήτημα τιμής δια την Ελλάδα η ταχεία ανακάλυψις των δραστών και των αιτίων του αποτρόπαιου τούτου εγκλήματος, καθώς και η παραδειγματική τιμωρία των δολοφόνων». Οι Αμερικανοί πίεζαν την ελληνική κυβέρνηση για γρήγορα και θεαματικά αποτελέσματα. Η Αμερικανική Ένωση Δημοσιογράφων σε ανακοίνωσή της τόνιζε ότι «είναι απαράδεκτο καθ’ ον χρόνον η Αμερικανική Κυβέρνηση ενισχύει οικονομικώς την Ελλάδα εις βάρος των αμερικανών φορολουγουμένων, οι Έλληνες να δολοφονούν Αμερικανούς πολίτες».

Ο Πολκ είχε φτάσει στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαΐου και είχε καταλύσει στο ξενοδοχείο «Αστόρια». Στο δωμάτιό του βρέθηκε ένα γράμμα, που αποκάλυπτε ότι σκόπευε να συναντηθεί με τον ηγέτη του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη, κάπου στα βουνά της Πίνδου, για να του πάρει συνέντευξη. Η Χωροφυλακή Θεσσαλονίκης, που επιλαμβάνεται της υποθέσεως, επιρρίπτει εξαρχής την ευθύνη στο ΚΚΕ και συγκεκριμένα στα στελέχη του Αδάμ Μουζενίδη και Βαγγέλη Βασβανά. Υποστηρίζει ότι οι κομμουνιστές ήθελαν νεκρό τον Πολκ για να δυσφημήσουν στα μάτια της αμερικανικής κοινής γνώμης την κυβέρνηση. Αντίθετα, το Κομμουνιστικό Κόμμα, δια του ηγετικού του στελέχους Γιάννη Ιωαννίδη, καταγγέλλει με δηλώσεις του ότι «ο Πολκ δολοφονήθηκε από τους εγκληματίες της Ειδικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, για να μην έρθει στην Ελεύθερη Ελλάδα και για να αποδοθεί η δολοφονία του στους δημοκρατικούς».

Στις 14 Αυγούστου 1948 η Χωροφυλακή συλλαμβάνει τον φιλοκομμουνιστή δημοσιογράφο της εφημερίδας «Μακεδονία» Γρηγόρη Στακτόπουλο (38 ετών), ο οποίος ομολογεί ότι βοήθησε του Μουζενίδη και Βασβανά να σκοτώσουν τον Πολκ. Όπως υποστήριξε και το υποστήριζε μέχρι το τέλος της ζωής του, η ομολογία του ελήφθη κατόπιν σκληρών βασανιστηρίων. Οι αρχές παρουσιάζουν ως στοιχείο της ενοχής τους την ταυτότητα του Πολκ, η οποία ταχυδρομήθηκε στο Γ’ Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης τρεις μέρες πριν από την ανακάλυψη του πτώματός του. Ο ταχυδρομικός φάκελλος ήταν γραμμένος δια χειρός της μητέρας του Στακτόπουλου, σύμφωνα με τη γραφολογική εξέταση.

Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος και η χήρα μητέρα του Άννα προσήχθησαν σε δίκη στις 12 Απριλίου 1949 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης. Ο Βασβανάς και ο Μουζενίδης δικάσθηκαν με τη διαδικασία κατ’ απόντων και φυγοδίκων. Η δίκη διήρκεσε 10 μέρες και η απόφαση εκδόθηκε στις 22 Απριλίου. Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος καταδικάσθηκε σε ισόβιο κάθειρξη για συνέργεια σε ανθρωποκτονία, οι Μουζενίδης και Βασβανάς στην ποινή του θανάτου ως φυσικοί αυτουργοί, ενώ η Άννα Στακτοπούλου αθωώθηκε.

Αργότερα, θα αποκαλυφθεί ότι ο Μουζενίδης το διάστημα της δολοφονίας του Πολκ ήταν νεκρός και ο Βασβανάς εκτός Ελλάδος. Η δικαστική απόφαση ξεθωριάζει και γίνεται λόγος για σκευωρία. Πρόθεση της κυβέρνησης ήταν να καταδικάσει τους κομμουνιστές και τον Δημοκρατικό Στρατό για να καταδείξει στο εσωτερικό και διεθνώς ότι οι μαχητές και οι οπαδοί τους δεν ήταν παρά απλοί δολοφόνοι.

Παράλληλα και οι Αμερικανοί κάνουν τις δικές τους έρευνες για τον δολοφόνο του Πολκ. Ο Τζέιμς Κέλις που ερευνά την υπόθεση για λογαριασμό του δικηγορικού γραφείου της Νέας Υόρκης Ντόνοβαν, γνωστού για τις διασυνδέσεις του με την αμερικανική κυβέρνηση, αποφαίνεται ότι οι αντάρτες δεν είχαν τη δυνατότητα να διαπράξουν το έγκλημα και επιρρίπτει τις ευθύνες σε δεξιούς παρακρατικούς κύκλους. Αμέσως, η έρευνά του διακόπτεται και ο Κέλις ανακαλείται στις ΗΠΑ.

Προφανώς, τους επίσημους αμερικανικούς κύκλους, που χρηματοδοτούσαν αφειδώς την ελληνική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου, τους βόλευε όπως κυλούσαν τα πράγματα με την καταδίκη του κομμουνιστή Στακτόπουλου. Ο Εντμουντ Κίλι στο βιβλίο του «The Salonica Bay Murder» υπογραμμίζει ότι μετά τη δολοφονία του Πολκ και τη δίκη που ακολούθησε περιορίστηκε και τελικώς σίγησε στην Αμερική κάθε κριτική εναντίον του «διεφθαρμένου βασιλικού καθεστώτος στην Ελλάδα» και της υποστήριξης που του παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Παρά την καταδίκη Στακτόπουλου, διάχυτη είναι η πεποίθηση μέχρι και στις μέρες μας στην ελληνική κοινή γνώμη, αλλά και σε αμερικανούς ερευνητές, ότι ο θεσαλονικιός δημοσιογράφος δεν είχε την παραμικρή ανάμιξη στη δολοφονία Πολκ και ότι ήταν θύμα μιας καλοστημένης σκευωρίας. Πολλά βιβλία γράφτηκαν, αλλά κανένα δεν έφτασε στην αλήθεια. Όλοι, όμως, οι συγγραφείς συγκλίνουν στη διαπίστωση μιας συνωμοσίας μεταξύ μυστικών υπηρεσιών (ελληνικών, βρετανικών και αμερικανικών) για να αποδοθεί το έγκλημα στους κομμουνιστές.

Σύμφωνα με μια θεωρία, τον Πολκ δολοφόνησε ο άγγλος πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις, Ράνταλ Κόουτς, για να εκδικηθεί την παράδοση της Ελλάδας στους Αμερικανούς. Στην εισαγωγή του βιβλίου του «Πόλεμος, διείσδυση και προπαγάνδα», ο δημοσιογράφος Φοίβος Οικονομίδης σημειώνει σχετικά ότι «κύριος οργανωτής της συνωμοσίας εναντίον του Πολκ ήταν ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, συνταγματάρχης Χάρβι Σμιθ».

Ο Ελίας Βλάντον και ο Ζακ Μέτγκερ στο βιβλίο τους «Ποιος σκότωσε τον Τζορτζ Πολκ» υποστηρίζουν την εκδοχή του οργανωμένου εγκλήματος. Ο Πολκ, αναφέρουν οι συγγραφείς, δεν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει τους ηγέτες του ΔΣΕ, αλλά για να ερευνήσει την κακοδιαχείριση της αμερικανικής βοήθειας προς την Ελλάδα. Οι μαυραγορίτες που είχαν την ανοχή στελεχών της Χωροφυλακής έναντι ανταλλαγμάτων και οι αμερικανοί συνεργάτες τους αποφάσισαν να του κλείσουν το στόμα.

Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος παρέμεινε στις φυλακές μέχρι τον Αύγουστο του 1960, οπότε του δόθηκε χάρη από την κυβέρνηση Καραμανλή. Από τότε και μέχρι το 1998 που πέθανε διακήρυσσε σε όλους τους τόνους την αθωότητά του. Τέσσερεις αιτήσεις προς τον Άρειο Πάγο για επανάληψη της δίκης (αναψηλάφηση) δεν ευδοκίμησαν.

ΠΗΓΉ σαν σήμερα.gr

 

 

Ποιοι και γιατί δολοφόνησαν τον Τζορτζ Πολκ

του Στάθη Ευσταθιάδη

Παρουσιάζοντας πρόπερσι το βιβλίο των Ηλία Βλάντον και Τζακ Μέτγκερ «Who Killed George Polk?» («Ποιος σκότωσε τον Τζορτζ Πολκ;») ο εκδότης τους, το Πανεπιστήμιο Τεμπλ της Φιλαδέφειας στις ΗΠΑ, σημείωνε:

«Λίγες μόνο εβδομάδες μετά τη δολοφονία του απεσταλμένου του CBS Τζορτζ Πολκ στην Ελλάδα το 1948 οι συνάδελφοί του δημιούργησαν το “Βραβείο Τζορτζ Πολκ” για την καλύτερη δημοσιογραφική δουλειά. Ωστόσο, αν ζούσε ο Πολκ θα ένιωθε μεγάλη απογοήτευση βλέποντας ότι “το ύψιστο της αμερικανικής δημοσιογραφίας” αποδεχόταν σχεδόν δίχως διαμαρτυρία μια ανάκριση για τη δολοφονία του στην οποία αποδεικτικά στοιχεία όχι μόνο αγνοήθηκαν αλλά “μαγειρεύτηκαν” έτσι ώστε να καταδικαστεί ένας αθώος άνθρωπος ­ μια ανάκριση στην οποία η πολιτική έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο από την αλήθεια».

Πενήντα χρόνια μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Πολκ ­ το πτώμα του βρέθηκε να επιπλέει στον όρμο της Θεσσαλονίκης στις 16 Μαΐου 1948 ­ το ποιος τον σκότωσε παραμένει μυστήριο. Ενα πράγμα είναι βέβαιο φυσικά: αυτοί που το δικαστήριο βρήκε ενόχους ­ Γρ. Στακτόπουλος, Αδάμ Μουζενίδης κ.ά. ­ δεν είχαν καμία σχέση με το έγκλημα. Διότι περί εγκλήματος πρόκειται. Είναι αλήθεια ότι το δικαστήριο όπως και η πολιτική ηγεσία της χώρας εκείνη την εποχή δεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον να καταδικάσουν αυτούς που η Ασφάλεια συνέλαβε ως δολοφόνους ή συνεργούς. Το ενδιαφέρον τους συγκεντρώθηκε στο να καταδικάσουν τους κομμουνιστές και τον Δημοκρατικό Στρατό του, να καταδείξουν στο εσωτερικό και διεθνώς ότι οι μαχητές και οι οπαδοί τους δεν ήταν παρά απλοί δολοφόνοι.

Εποχή Εμφυλίου και Ψυχρού Πολέμου

Η όλη υπόθεση είναι γνωστή με κάθε λεπτομέρεια και άλλωστε δεν είναι του παρόντος. Θα πρέπει όμως να υπενθυμίσουμε το διεθνές κλίμα και το πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έγινε η δολοφονία και η δίκη. Στην Ελλάδα φυσικά ο Εμφύλιος βρίσκεται στον τρίτο χρόνο του, το «κράτος» της κυβέρνησης Σοφούλη – Τσαλδάρη έχει εγκλωβιστεί στην Αθήνα και στις μεγάλες πόλεις, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις δεν δείχνουν ακόμη προς τα πού κλίνει η πλάστιγγα και οι πάσης φύσεως αμερικανοί και (λίγοι) βρετανοί σύμβουλοι, εμπειρογνώμονες κ.ά. διευθύνουν περίπου τα πάντα.

Είμαστε στο τέλος της δεκαετίας του ’40, η Ευρώπη είναι πολιτικώς και οικονομικώς ανύπαρκτη, η τότε Σοβιετική Ενωση μπορεί να έχει τον στρατό της ως το Βερολίνο αλλά είναι καθημαγμένη από τον πόλεμο και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνειδητοποιούν πλέον ότι είναι μεγάλη, παγκόσμια δύναμη. Ο πρόεδρος Τρούμαν έχει εξαγγείλει το ομώνυμο Δόγμα ­ στην Ελλάδα η αμερικανική βοήθεια «ρέει με ρυθμό 1 εκατ. δολάρια ημερησίως» γράφει το «Washington Post» ­ και σταθερά διαμορφώνεται η αντικομμουνιστική και αντισοβιετική πολιτική στην Ουάσιγκτον που οδηγεί στον Ψυχρό Πόλεμο. Η Ελλάδα, συμπτωματικά είτε ηθελημένα, ήταν το πρώτο πεδίο δοκιμής του. Δικαιολογημένα λοιπόν η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία των ΗΠΑ δέχθηκε ευχαρίστως την εκδοχή της δολοφονίας του Πολκ που παρουσίασαν οι ελληνικές αστυνομικές αρχές και όχι απλώς συμφώνησε με το πόρισμα των ανακρίσεων και την απόφαση του δικαστηρίου της Θεσσαλονίκης, τον Απρίλιο του 1949, αλλά την εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο. Ο Εντμουντ Κίλι στο βιβλίο του «The Salonica Bay Murder» υπογραμμίζει ότι μετά τη δολοφονία του Πολκ και τη δίκη που ακολούθησε περιορίστηκε και τελικώς σίγησε στην Αμερική κάθε κριτική εναντίον του «διεφθαρμένου βασιλικού καθεστώτος στην Ελλάδα» και της υποστήριξης που του παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον λογικό είναι να υποθέσει κανείς ­ σήμερα, 50 χρόνια μετά το έγκλημα και μέσα σε πολύ διαφορετικό πολιτικό και ψυχολογικό κλίμα ­ ότι εκείνοι που είχαν συμφέρον να δολοφονήσουν τον Πολκ ήταν είτε οι αμερικανοί ­ για να τον κάνουν να σωπάσει ­ είτε οι έλληνες κυβερνητικοί, αυτοί επειδή οι ανταποκρίσεις του τους έθιγαν και προσωπικά ακόμη. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Η απάντηση στο ερώτημα ποιος σκότωσε τον Πολκ δεν είναι άσπρο – μαύρο.

Η ετυμηγορία που κατέρρευσε

Ποιος τον σκότωσε λοιπόν; Ερευνες σε αρχεία αμερικανικών κέντρων, ξένων διπλωματικών υπηρεσιών, καταθέσεις αμερικανών και ελλήνων πολιτών που έγιναν πολύ αργότερα ­ όταν ο φόβος διώξεων υποχώρησε ή εξέλιπε ­ και δημοσιεύματα στον παγκόσμιο Τύπο επί μισό αιώνα συγκλίνουν σε τρεις θεωρίες. Το τραγικό όμως είναι ότι καμία δεν είναι απολύτως πειστική!

Η πρώτη είναι αυτή στην οποία κατέληξε το δικαστήριο της Θεσσαλονίκης. Οτι δηλαδή τον Πολκ δολοφόνησαν οι κομμουνιστές ­ ο Βαγγέλης Βασβανάς και ο Αδάμ Μουζενίδης με τη βοήθεια του δημοσιογράφου Γρηγόρη Στακτόπουλου. Κίνητρό τους, κατά την κατηγορούσα αρχή, ήταν να δείξουν στην αμερικανική κοινή γνώμη ότι το καθεστώς που υποστηρίζουν στην Ελλάδα είναι εγκληματικό. Μέσα στην ατμόσφαιρα της εποχής, με τον Τύπο να υπερθεματίζει σε καθετί που προήρχετο άνωθεν, δεν ήταν δυνατόν να αμφισβητηθεί αυτό το εύρημα. Αλλά στα χρόνια που πέρασαν από τότε ήρθαν στην επιφάνεια πολλά πράγματα. Πρώτον, ότι ο «δολοφόνος» Μουζενίδης έφθασε στη Θεσσαλονίκη δύο ημέρες μετά το έγκλημα και ο Βασβανάς βρισκόταν «κάπου στο Παραπέτασμα».

Επίσης, αποδεικνύεται πλαστή η επιστολή που, υποτίθεται, έγραψε ο Πολκ στον συνάδελφό του Εντ Μάροου και η οποία χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στη δίκη ως πειστήριο ότι όντως ο Πολκ είχε κλείσει ραντεβού με τον Μάρκο και θα πήγαινε να τον συναντήσει. Σημειώνω ότι η υπεράσπιση όπως και δύο Αμερικανοί που είχαν στενές σχέσεις με τον Πολκ από την πρώτη στιγμή υποστήριξαν ότι δεν είχαν ακούσει ποτέ τον Πολκ να λέει ότι θα έπαιρνε συνέντευξη από τον Μάρκο, μολονότι πολύ θα τον ενδιέφερε. Πολλά χρόνια αργότερα η επιστολή επιδείχθηκε στον μεγαλύτερο γραφολόγο του FBI, στον Τσαρλς Απελ. Ηταν κατηγορηματικός. Ο Βλάντον στο βιβλίο του αναφέρει ότι το συμπέρασμα του Απελ ήταν ότι «η υπογραφή ήταν πλαστή. Μάλιστα η επιστολή δεν είχε γραφεί σε γραφομηχανή Hermes, αυτήν που είχε ο Πολκ, αλλά πιθανότατα σε φορητή γερμανική γραφομηχανή Continental».

Κ. Χατζηαργύρης και Ιντέλιτζενς Σέρβις

Η δεύτερη θεωρία για τους δολοφόνους του Πολκ είναι πιο επιπόλαιη. Θέλει το έγκλημα να έχει διαπραχθεί από τους Αγγλους. Είναι μια «εξήγηση» όχι πολύ γνωστή στην Ελλάδα, που όμως απασχόλησε πολύ περισσότερο από ό,τι θα περίμενε κανείς την Ουάσιγκτον. Και τούτο επειδή τη διατύπωσαν πρόσωπα που είχαν επαγγελματικές και άλλες σχέσεις με τους Αγγλους, μεταξύ των οποίων και ο δημοσιογράφος Κώστας Χατζηαργύρης, ανταποκριτής του «Christian Science Monitor» στη Μέση Ανατολή, φίλος του Πολκ και της συζύγου του και στενός συγγενής του τότε πρωθυπουργού Θεμ. Σοφούλη. Η αλήθεια είναι ότι οι Αγγλοι είχαν κάθε δυνατότητα να σκοτώσουν τον Πολκ καθώς εξακολουθούσαν να είναι πολύ καλά δικτυωμένοι στην Ελλάδα, παρ’ όλο που είχαν παραδώσει την «προστασία» της στους Αμερικανούς. Αλλά γιατί να τον σκοτώσουν; Διότι, λέει αυτή η θεωρία, δεν ανέχονταν που εκτοπίστηκαν από την περιοχή. Κάποιοι βρετανοί αξιωματούχοι με «παλιά μυαλά» που δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα, χωρίς φυσικά την έγκριση του Λονδίνου ­ ούτε καν την ενημέρωσή του ­, ήθελαν να εκδικηθούν τους Αμερικανούς, να δείξουν στον κόσμο ότι οι Αμερικανοί δεν ήταν σε θέση να προστατεύσουν ούτε τους υπηκόους τους.

Αφελές ένα τέτοιο κίνητρο. Αλλά επειδή ο Χατζηαργύρης κατονόμασε και τον πιθανό δράστη ή συνεργό στο έγκλημα με επιστολή του σε αρμόδια αμερικανικά πρόσωπα, η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Αθήνα δεν μπορούσε να αγνοήσει την εκδοχή. Ο «ύποπτος» ήταν κάποιος Ράντολ Κόεϊτ, πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις στην περιοχή της Βόρειας Ελλάδας, ο οποίος δέκα ημέρες μετά τη δολοφονία του Πολκ μετατέθηκε στη Νορβηγία. Ανακρίσεις που ενήργησε το νομικό τμήμα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν κατέληξαν σε τίποτε, αυτό όμως δεν εμπόδισε την Κέιτι Μάρτον στο βιβλίο της «The Polk Conspiracy», που έγραψε 40 χρόνια αργότερα, να επιμένει ότι ο Κόεϊτ ενέχεται στη δολοφονία του Πολκ.

Τα συμπεράσματα και οι «αποκαλύψεις» της Μάρτον δεν μπορούν να ληφθούν σοβαρά υπόψη, διότι μεταξύ άλλων υποστηρίζει ότι τον Πολκ έβαλε να δολοφονήσουν ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ντίνος Τσαλδάρης επειδή φοβήθηκε ότι ο Πολκ θα απεκάλυπτε πως δήθεν είχε στείλει 25.000 δολάρια στην Chase National Bank της Νέας Υόρκης. Επισταμένη έρευνα προ ετών στα αρχεία της αμερικανικής τράπεζας δεν έδειξε κανέναν Τσαλδάρη να είχε ποτέ λογαριασμό εκεί].

Οι παρακρατικοί και η Αριστερά

Πολύ πιο σοβαρή είναι η τρίτη: τον Πολκ δολοφόνησαν παρακρατικοί κατόπιν εντολής «άνωθεν» με σκοπό να επιρρίψουν τις ευθύνες στους κομμουνιστές και να επιτύχουν έτσι την κατακραυγή της αμερικανικής κοινής γνώμης εναντίον των ανταρτών και εκείνων που τους συμπαθούσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Δυτική Ευρώπη. Είναι η θεωρία – εξήγηση που επικράτησε στα ευρύτερα στρώματα της ελληνικής κοινής γνώμης εκείνη την εποχή, ακόμη και σήμερα, την ασπάζεται πλήρως η Μάρτον στο βιβλίο της και υποστηρίχθηκε από την ελληνική και τη διεθνή Αριστερά, χωρίς όμως κανένα σοβαρό τεκμήριο. Οτι η ελληνική άκρα Δεξιά θα έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να δυσφημιστούν οι κομμουνιστές, ο Δημοκρατικός Στρατός κλπ. είναι πέραν κάθε αμφιβολίας. Ηταν όμως αδύνατον να τολμήσουν να δολοφονήσουν έναν αμερικανό δημοσιογράφο. Ο φόβος ότι θα ακολουθούσε έρευνα από τους ειδικούς της αμερικανικής κυβέρνησης, οι οποίοι δεν θα αργούσαν να βρουν τον ένοχο, θα είχε αποτρέψει κάθε προσφυγή σε ακραίες λύσεις, αφού άλλωστε θα μπορούσαν θαυμάσια να τον βγάλουν από τη μέση ζητώντας μέσω κυβερνητικών οργάνων την ανάκλησή του. Πέραν τούτου οι ελληνικές αρχές γνώριζαν ότι ο Πολκ επρόκειτο να φύγει σε λίγες ημέρες και είχε ήδη αγοράσει εισιτήρια για τον ίδιο και τη σύζυγό του.

Στην ίδια θεωρία της ενοχής των παρακρατικών βρίσκεται και η «αποκάλυψη» του Φοίβου Οικονομίδη, πριν από λίγα χρόνια, ότι δολοφόνος του Πολκ είναι Αμερικανός, ο τότε στρατιωτικός ακόλουθος των ΗΠΑ στην Ελλάδα συνταγματάρχης Χάρβεϊ Σμιθ. Το «ενοχοποιητικό» στοιχείο του είναι ότι συνταξίδευσε με τον Πολκ στη Θεσσαλονίκη, ότι έμεινε στο ίδιο ξενοδοχείο, στο «Αστόρια», με τη γυναίκα του και ότι το δωμάτιό του συγκοινωνούσε με του Πολκ. Ποιος όμως μπορεί να αποκλείσει ότι όλα αυτά ήταν απλές συμπτώσεις; Τι φυσικότερο από δύο Αμερικανούς να μένουν στο ίδιο ξενοδοχείο ­ από τα ελάχιστα τότε της Θεσσαλονίκης ­ και ο ξενοδόχος να τους βάλει σε διπλανά δωμάτια…

Ο συνταγματάρχης και ο υπολοχαγός Σμιθ

Εχει όμως ενδιαφέρον το κίνητρο που δίνει ο Οικονομίδης στον Σμιθ για να σκοτώσει τον Πολκ. Είναι λογικό να δεχθούμε ότι ο Σμιθ γνώριζε πως ο Πολκ ενδιαφερόταν να πάρει «ζωντανή συνέντευξη» από τον Μάρκο. Και είχε κάθε λόγο να υποπτεύεται ότι ο Μάρκος θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία για να κάνει νέες προτάσεις «ειρήνης και συμφιλίωσης» ­ κάτι που επανειλημμένα εκείνο τον καιρό διατύπωναν οι αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού. Αυτό όμως θα χαλούσε ασφαλώς τα απώτερα σχέδια του Πενταγώνου και του Λευκού Οίκου, διότι προτάσεις ειρήνης θα γίνονταν ευμενέστατα δεκτές στο Κογκρέσο ­ που δεν ήταν ακόμη ενθουσιώδες για την πολιτική Τρούμαν ­, και ακόμη περισσότερο από την κοινή γνώμη στις ΗΠΑ. Κάτι τέτοιο όμως θα ανέτρεπε τους σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον και επομένως θα έπρεπε να εμποδιστεί ο ανταποκριτής του ραδιοφωνικού δικτύου CBS ­ που παρακολουθούσαν περί τα 25 εκατ. Αμερικανοί εκείνη την εποχή ­ να μεταδώσει συνέντευξη με τον Μάρκο.

Το «στόρι» είναι καλό, μόνο που πάσχει σε κάτι ουσιώδες: ο στρατιωτικός ακόλουθος Σμιθ «δεν θυμάται να ήταν μαζί με τον Πολκ στη Θεσσαλονίκη» ούτε και είχε ιδιαίτερες φιλίες μαζί του, διαπίστωσαν ανακριτές του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που έκαναν σχετικές έρευνες πριν από 20 χρόνια.

Η αλήθεια είναι ότι το 1948 υπηρετούσε στην Ελλάδα κάποιος Σμιθ. Ο υπολοχαγός Τζέιμς Σμιθ, που υπηρετούσε στη Θεσσαλονίκη, δεν αποκλείεται να έμενε συχνά στο ξενοδοχείο «Αστόρια», ίσως μάλιστα να είχε συναντήσει τον Πολκ· αλλά για ποιο λόγο να τον σκοτώσει; Η μονάδα όπου υπηρετούσε, όπως και ο ίδιος, δεν είχε καμία σχέση με τις μυστικές υπηρεσίες.Καταρρέει λοιπόν και η θεωρία ότι δολοφονήθηκε ο Πολκ από τους Αγγλους ή από τους Αμερικανούς. Ποιος όμως τον δολοφόνησε;Διότι βεβαίως ο Πολκ δολοφονήθηκε και το μυστήριο παραμένει .

 

Η δολοφονία του Τζορτζ Πολκ

Μια υπόθεση, που συντάραξε το δημοσιογραφικό κόσμο και αποκάλυψε την ωμότητα του μοναρχοφασιστικού καθεστώτος και των ιμπεριαλιστών πατρώνων του

ένα κείμενο δημοσιευμένο στον Ριζοσπάστη την 1 Γενάρη του 1997

Στις 16 Μάη του 1948, ανακαλύφθηκε στο θαλάσσιο χώρο της Θεσσαλονίκης το πτώμα του Τζορτζ Πολκ, γνωστού Αμερικανού δημοσιογράφου, ανταποκριτή για την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή του ραδιοφωνικού δικτύου της Νέας Υόρκης, CBS. Το πτώμα βρήκε ο βαρκάρης Λάμπρος Αντώναρος, καθώς έκανε μια συνηθισμένη διαδρομή με τη βάρκα του. Πολύ γρήγορα, πιστοποιήθηκε ότι επρόκειτο περί δολοφονίας και το γεγονός αυτό έδωσε αμέσως άλλες διαστάσεις στην όλη υπόθεση. Η είδηση έκανε τον κύκλο ολόκληρου του κόσμου και προκάλεσε πραγματικό σάλο, ιδιαίτερα μέσα στο δημοσιογραφικό κόσμο.

Ο φιλελεύθερος Αμερικανός δημοσιογράφος Πολκ, που συχνά επέκρινε το αντιδραστικό καθεστώς της Ελλάδας, έφτασε στη Θεσσαλονίκη γύρω στις 9 του Μάη σαν πολεμικός ανταποκριτής και σκόπευε να φύγει από τη χώρα μας και να επιστρέψει στις ΗΠΑ, γύρω στις 20 του Μάη. Στο δωμάτιό του, στο ξενοδοχείο “Αστόρια” της Θεσσαλονίκης, βρέθηκε ένα γράμμα που φανέρωσε πως είχε τη φιλοδοξία να φτάσει μέχρι το Αρχηγείο του ΔΣΕ, που έδρευε κάπου στη Βόρεια Ελλάδα και να συναντηθεί με τον τότε αρχηγό του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη.

Στις 16 Μάη 1948, λίγες ώρες μετά την ανακάλυψη του πτώματός του, ο τότε Ελληνας πρωθυπουργός, Θεμ. Σοφούλης, δήλωνε:

“Αποτελεί ζήτημα τιμής διά την Ελλάδα η ταχεία ανακάλυψις των δραστών και των αιτίων του αποτρόπαιου τούτου εγκλήματος. Η κυβέρνησις θέλει καταβάλει πάσαν προσπάθειαν προς ανάκαλυψιν των δολοφόνων και την αμείλικτον αυτών τιμωρίαν. Ηδη, επελήφθην προσωπικώς του ζητήματος και έδωσα εντολήν όπως κινητοποιηθεί ολόκληρος η αστυνομία της χώρας διά την ανακάλυψιν των εγκληματιών”.

Η ανάκριση όμως, που άρχισε πράγματι αμέσως μετά τις δηλώσεις του τότε πρωθυπουργού Θεμ. Σοφούλη την εργασία της, μέσα σε μια ατμόσφαιρα μεγάλης και πολύπλευρης συγκίνησης, πολύ γρήγορα, βρέθηκε σε απόλυτο αδιέξοδο. Η κυβέρνηση της Αθήνας προσπαθούσε να ρίξει την ευθύνη στο ΚΚΕ, και συγκεκριμένα στα στελέχη του: Αδάμ Μουζενίδη και Βαγγέλη Βασβανά, ενώ το ΚΚΕ και η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, με δηλώσεις τους, κατάγγελναν σαν υπεύθυνη για τη δολοφονία του Πολκ, την ειδική Ασφάλεια της Θεσσαλονίκης.

Στο περιοδικό “Δημοκρατικός Στρατός”, μηνιάτικο στρατιωτικό – πολιτικό όργανο του Γεν. Αρχηγείου του ΔΣΕ (τεύχος 6 του 1948), διαβάζουμε:

“Οπως κατάγγειλε με δηλώσεις του ο υπουργός των Εσωτερικών συν. Ιωαννίδης και όπως γίνεται κάθε μέρα και πιο φανερό, ο Πολκ δολοφονήθηκε από τους εγκληματίες της Ειδικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, για να μην έρθει στην Ελεύθερη Ελλάδα και για να αποδοθεί η δολοφονία του στους δημοκρατικούς. Η σκηνοθεσία, όμως, χρεοκόπησε πανηγυρικά και οι εγκληματίες, υπόδικοι μπρος στην παγκόσμια κοινή γνώμη, προσπαθούν τώρα να σκεπάσουν το έγκλημά τους. Αυτό τους ξεσκεπάζει πιο πολύ”.

Ταυτόχρονα, οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι ζητούσαν κάποιου “ένοχου” την κεφαλήν επί πίνακι, ενώ το αμερικανικό κράτος ενδιαφερόταν για τον αντικομμουνιστικό αγώνα.
Οι ανακρίσεις

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η ανάκριση αδυνατούσε να εξηγήσει το πώς μπόρεσε να γίνει ο φόνος. Ολα τα δεδομένα έδειχναν πως επρόκειτο για φόνο εκ προμελέτης και όλα τα στοιχεία της ανάκρισης φανέρωναν πως ο Πολκ δεν είχε προμελετήσει να πάει στο Αρχηγείο του ΔΣΕ και δεν είχε κλείσει συμφωνία πάνω στο θέμα αυτό, με κανέναν και με την έννοια τούτη σκοτώθηκε τυχαία. Στην παραπάνω όμως αντίφαση, υπήρχε εξήγηση, η οποία και δεν άργησε να γίνει γνωστή στους αρμόδιους. Η υπόθεση Πολκ έφερε στην επιφάνεια το πώς οι σκοπιμότητες του αγγλοαμερικανικού ανταγωνισμού στη Μέση Ανατολή και της αγγλοαμερικανικής αλληλεγγύης στον αντικομμουνιστικό αγώνα, εμπόδισαν να έρθει στο φως η αλήθεια.

Εξαιτίας των παραπάνω σκοπιμοτήτων, η ανάκριση δεν μπόρεσε να προχωρήσει στο σωστό δρόμο. Θα μπορούσε, βέβαια, να κλείσει η όλη υπόθεση, αποδίδοντας το φόνο σε αγνώστους, που δε στάθηκε δυνατό να βρεθούν, αλλά η Αμερική και η άκρα Δεξιά στην Ελλάδα δεν μπορούσαν να ησυχάσουν. Χρειάζονταν μια λύση αντικομμουνιστική. Ετσι, μετά από ανακρίσεις μερικών μηνών, που δεν κατάφερναν να βρουν στοιχεία προς καμιά κατεύθυνση, είτε ερευνούσαν όλες τις πιθανές κατευθύνσεις και εκδοχές, είτε όχι, οι αξιωματούχοι της αμερικανικής πλευράς, δρώντας, κυρίως μέσω εκπροσώπων του αμερικανικού Τύπου, έπεισαν – με τη μια ή την άλλη μορφή πίεσης – τους αξιωματούχους της ελληνικής πλευράς ότι ήταν σημαντικό για την εξέλιξη των αμερικανο-ελληνικών, αλλά και των αμερικανο-βρετανικών σχέσεων, να συλληφθεί ένας “ένοχος” και να δικαστεί για τη δολοφονία του Τζορτζ Πολκ.

Ο Κώστας Χατζηαργύρης, στο βιβλίο του “Η υπόθεση Πολκ”, αναφέρεται σε τέσσερις βασικές φάσεις της ανάκρισης. Συγκεκριμένα: “Υπήρξε η ελληνική ανακριτική φάση στη Θεσσαλονίκη, που κάλυψε το δεύτερο μισό του μήνα Μάη. Ακολούθησε η ελληνική ανακριτική φάση στην Αθήνα, που κράτησε τον Ιούνη. Αρχισε παράλληλα κι αποκορυφώθηκε τον Ιούλη η φάση της αμερικανικής επέμβασης με κεντρικό μοτίβο την απαίτηση να βρεθεί και να συλληφθεί οπωσδήποτε ένας κάποιος ένοχος, για το φόνο. Και κλιμακώθηκε η όλη διαδικασία τον Αύγουστο του 1948, με τη σύλληψη και τις “ομολογίες” του Γρηγόρη Στακτόπουλου”.

Κατά την πρώτη ανακριτική φάση της Θεσσαλονίκης (δεύτερο μισό του Μάη), όταν έγιναν γνωστά ορισμένα στοιχεία για την εξαφάνιση του δημοσιογράφου Πολκ από το ξενοδοχείο, την αποστολή της ταυτότητάς του στο Γ Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης κ.ά., η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση στιγμάτιζε τους δολοφόνους του Αμερικανού δημοσιογράφου.
Η συγκάλυψη της αλήθειας

Στην εφημερίδα “Εξόρμηση”, όργανο του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, την 1η του Ιούνη 1948, γράφονταν:

“Η δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζ. Πολκ έφερε σε δύσκολη θέση την ψευτοκυβέρνηση των δολοφόνων. Είχαν οργανώσει τη δολοφονία με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν εύκολα να την αποδώσουν στους δημοκρατικούς. Γι’ αυτό είχαν κανονίσει να σταλεί η ταυτότητα του Πολκ στην Ασφάλεια, ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση πως ο Πολκ κατόρθωσε να περάσει στους αντάρτες και, επομένως, εκεί εξαφανίστηκε δολοφονημένος. Είχαν, επίσης, κανονίσει να εξαφανιστεί το πτώμα. Η τύχη τα ‘φερε να ξεβράσει η θάλασσα το πτώμα προς στην παραλία της Σαλονίκης. Ετσι, δεν μπορούσαν πια να πουν πως είχε περάσει στους αντάρτες. Δοκίμασαν αμέσως με τις φυλλάδες τους και με δηλώσεις ψευτοϋπουργών, να σκηνοθετήσουν την ενοχή των “κομμουνιστών” στη στυγερή δολοφονία. Μα, στο μεταξύ, οι ξένοι δημοσιογράφοι και η κοινή γνώμη της Αμερικής, κατάπληκτοι μπροστά στην άτιμη αυτή πράξη, ενδιαφέρθηκαν και ξεσκέπασαν την προσπάθεια αυτή. Στη Σαλονίκη έφτασαν δημοσιογράφοι και ντετέκτιβ (ιδιωτικοί αστυνομικοί), που άρχισαν τις δικές τους έρευνες. Η σπείρα των δολοφόνων δυσκολεύτηκε έτσι να βάνει μπροστά τη σκηνοθεσία της. Μοναδική της ελπίδα είναι πια να συγκαλύψει τους δολοφόνους και να μπερδέψει τις ανακρίσεις. Αυτό και κάνει, παρ’ όλες τις δηλώσεις του Σοφούλη πως είναι τάχα ζήτημα τιμής η ανακάλυψη των δολοφόνων. Ολα τα μέχρι τώρα στοιχεία είναι συντριπτικά για τους δολοφόνους. Οι δηλώσεις του υπουργού Εσωτερικών συναγ. Ιωαννίδη αποδείχνουν αδιάψευστα πως ο Πολκ δολοφονήθηκε από τη σπείρα των δολοφόνων που δρα στη Σαλονίκη, κάτω από την καθοδήγηση της Ασφάλειας, για να ματαιωθεί ο ερχομός του Πολκ στην Ελεύθερη Ελλάδα. Οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι αποφάσισαν να στείλουν στην Ελλάδα επιτροπή για να παρακολουθήσει τις ανακρίσεις. Τρομοκρατημένοι μπροστά στον κίνδυνο να αποκαλυφτούν οι δράστες και η ενοχή τους, η ψευτοκυβέρνηση της ΑΘήνας ζήτησε από το αμερικανικό υπουργείο των Εξωτερικών, να εμποδίσει τον ερχομό της επιτροπής των δημοσιογράφων, πράγμα που έγινε. Ετσι, ελπίζουν να σκεπάσουν την υπόθεση. Μα, άδικα πασχίζουν. Και το νέο τους έγκλημα, αργά ή γρήγορα, θα αποκαλυφθεί.

Το αίμα θα πνίξει τους δολοφόνους”.

Οπως απέδειξαν οι νεότερες έρευνες, τον Τζορτζ Πολκ σκότωσε ο Αγγλος πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις, Ράνταλ Κόουτς, ο οποίος και υπηρετούσε ως πρόξενος της Μ. Βρετανίας στη Θεσσαλονίκη. Την υπόθεση σκέπασαν τότε οι ελληνικές και οι αμερικανικές αρχές. Στην εισαγωγή του βιβλίου του “Πόλεμος, διείσδυση και προπαγάνδα”, ο Φ. Οικονομίδης σημειώνει, σχετικά με την υπόθεση Πολκ: “Σήμερα, για πρώτη φορά, μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου, αποκαλύπτεται ότι πίσω από τη δολοφονία του Πολκ κρύβονται οι αμερικανικές στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες, σε συνεργασία με τμήματα του ελληνικού και βρετανικού στρατιωτικού κατεστημένου.

Κύριος οργανωτής της συνωμοσίας εναντίον του Πολκ ήταν ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, συνταγματάρχης του αμερικανικού ΓΕΣ, Χάρβι Σμιθ”.
Ο Πολκ θύμα του αντικομμουνισμού

Οσοι ασχολήθηκαν και ασχολούνται με την υπόθεση Πολκ προσπαθούν να δώσουν απάντηση στο ερώτημα: Τι ήταν αυτό που επέτρεψε στις ελληνικές, τις αμερικανικές και τις βρετανικές αρχές, να συνεργαστούν τελικά, παρά τις επί μέρους αντιθέσεις τους, στην προώθηση μιας απεχθούς λύσης σ’ ένα “ανεξιχνίαστο” έγκλημα και μετά να κουκουλώσουν αυτή τη λύση, ώστε να παραμείνει συγκαλυμμένη επί τόσα χρόνια;

Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα βρίσκεται στο γεγονός ότι και οι τρεις κυβερνήσεις (Ελλάδα – ΗΠΑ – Βρετανία), είχαν μια κοινή αντίληψη περί κοινού συμφέροντος απέναντι σ’ έναν κοινό εχθρό, τον κομμουνισμό.

Την εποχή εκείνη στην Ευρώπη και σ’ όλον τον κόσμο, επικρατούσε το ψυχροπολεμικό κλίμα. Στην Ελλάδα, μαινόταν ένας αδελφοκτόνος εμφύλιος πόλεμος. Οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές, που είχαν αντικαταστήσει τους Αγγλους, προσπαθούσαν να συντρίψουν το λαϊκο-δημοκρατικό κίνημα. Ο αντικομμουνισμός, κυριολεκτικά, οργίαζε. Το κίνημα συμπαράστασης προς τις προοδευτικές δημοκρατικές δυνάμεις της Ελλάδας έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις στην Ευρώπη και σ’ όλο τον κόσμο.

Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1948, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (ΠΔΚ) δήλωνε ότι ήταν πάντα έτοιμη να δεχτεί και να ενθαρρύνει οποιαδήποτε πρωτοβουλία και από οποιαδήποτε πλευρά, που θα έτεινε να βοηθήσει να βρει η Ελλάδα τον εαυτό της και την ησυχία της. Ζητούσε επίμονα να παύσει να χύνεται στην Ελλάδα αίμα, επειδή αυτό ήθελαν οι ξένοι ιμπεριαλιστές και η ντόπια αντίδραση. Ζητούσαν να σταματήσουν οι δολοφονίες, οι εκτελέσεις και οι σφαγές των λαϊκών αγωνιστών.

Ο δημοσιογράφος Πολκ, θέλοντας να συμβάλει στο σταμάτημα του εμφυλίου πολέμου και στη συμφιλίωση του ελληνικού λαού, σκόπευε να πάει στο βουνό, να έρθει σε επαφή με την ηγεσία του ΔΣΕ και να ενημερώσει την αμερικανική και την παγκόσμια δημοκρατική γνώμη για τις προθέσεις και τις επιδιώξεις της ΠΔΚ, σχετικά με τη λύση του ελληνικού δράματος.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, έπρεπε να βγει από τη μέση ο Πολκ και, ταυτόχρονα, η ευθύνη για το έγκλημα να αποδοθεί στους κομμουνιστές. Η ενοχοποίηση των κομμουνιστών ικανοποιούσε τις αμερικανικές απαιτήσεις και διασφάλιζε την πραγματοποίηση του προγράμματος βοήθειας ενάντια στον κοινό εχθρό.

Συνεπώς, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ υπήρξε ένα από τα τραγικά θύματα της αντικομμουνιστικής εκστρατείας που είχε εξαπολυθεί την εποχή εκείνη στην Ελλάδα από την ντόπια αντίδραση και τους Αμερικανούς και τους Αγγλους πάτρωνές της.

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ενημερωτική εκδήλωση για τα μεταλλεία χρυσού στη Χαλκιδική

Κατάληψη στα γραφεία της Γ.Γ. Νέας Γενιάς