Παλιά μόδα σε (πολύ) μοντέρνους καιρούς. Του Δημοσθένη Παπαδάτου- Αναγνωστόπουλου

Παλιά μόδα σε (πολύ) μοντέρνους καιρούς. Του Δημοσθένη Παπαδάτου- Αναγνωστόπουλου

Έρχεται κάποτε η στιγμή που αναρωτιέσαι για βασικά πράγματα. Αναρωτιέσαι, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος αυτά τα βασικά να μην δουλεύουν πια όπως πριν ή να τα κάνεις ακόμα για τους λάθος λόγους: Από συνήθεια, γιατί αυτά ξέρεις καλύτερα. Από παράδοση, επειδή έτσι κάναμε πάντα. Για λόγους ναρκισσιστικούς, επειδή πρέπει να εκφραστείς ή για «την ψυχή μας». Αλλά και για ηθικούς: γιατί έτσι πρέπει. Πώς να μείνεις αλληλέγγυος, όταν χρειάζεσαι την αλληλεγγύη για να βγάλεις την εβδομάδα; Γιατί να γράφεις, όταν λίγοι διαβάζουν πάνω από 300 λέξεις; Γιατί να είσαι στην Αριστερά, όταν η μεταρρύθμιση αποκλείεται (βλέπε ΣΥΡΙΖΑ), η άμυνα είναι επικίνδυνη (βλέπε Νέα Φιλαδέλφεια) και η επανάσταση μοιάζει μακρινή, όσο η εφηβεία;

Σκέφτομαι πόσο αρχαία, γκροτέσκα σχεδόν, μοιάζει σήμερα για μια γενιά ανάμεσα στα 20 και τα 40 η λέξη «στράτευση»: το «στρατολογώ», ο «στρατευμένος» και ούτω καθεξής. Πόσο αραχνιασμένη ακούγεται, και πόση ειρωνεία προκαλεί η χρήση της. Μεγαλώσαμε στα Χρυσά Σαράντα της Μεταπολίτευσης, την μεγαλύτερη περίοδο χωρίς πολέμους και πραξικοπήματα στην Ευρώπη κι εδώ. Σε μια περίοδο, λοιπόν, που το να λες την πολιτική «πόλεμο», και πολύ περισσότερο το να καλείς σε «στράτευση», ήταν μάλλον σχήμα λόγου – αν όχι βερμπαλισμός. Τα μέσα του πολέμου ήταν, και φαίνονταν στην εποχή αυτή, «άλλα μέσα». Γι’ αυτό και οι κλασικές αριστερές οργανώσεις της εποχής, όπως και το λεξιλόγιό τους, ήταν και φαίνονταν αναχρονιστικές, υπερβολικά ιεραρχικές και μάλλον καταπιεστικές. Κατάλοιπα μιας άλλης, ηρωικής εποχής. Περισσότερο λοιπόν θεματοφύλακες παραδόσεων και συμβόλων, παρά πολιτικά «εργαλεία» με πραγματική επίδραση. 

Στο μυαλό της γενιάς που σήμερα είναι λίγο πάνω από 20 και λίγο κάτω από 40, η ταύτιση των οργανώσεων αυτών με τον ανελεύθερο «υπαρκτό» ήταν τόσο ενστικτώδης και τόσο παντού, όσο η γύρη την Άνοιξη. Ως και μια δεκαετία πριν, βέβαια, τα μέσα τους επιδρούσαν ακόμα: το «άρθρο 16», ας πούμε, έδειχνε για τη γενιά μας ότι οι «παλιοί τρόποι» (το φυλλάδιο, η συνέλευση, η κατάληψη, η διαδήλωση – και η επίδραση όλων μαζί στην κοινοβουλευτική πολιτική και το κράτος) μπορούσαν ακόμα να έχουν αποτελέσματα. Οι διαδηλώσεις είχαν γίνει ήδη μικροί πόλεμοι – με πάνοπλες στρατιωτικοποιημένες ορδές αστυνομικών, απαγορευμένα χημικά και κάμποσο ξύλο. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, τα πράγματα πήγαιναν «ομαλά». Σ’ αυτή την ομαλότητα επένδυσε ο ΣΥΡΙΖΑ, ως τομή (στη συνέχεια, πάντως) της παραδοσιακής Αριστεράς. Με τα γνωστά αποτελέσματα.

Γνωστά πράγματα λέω. Ως και μια δεκαετία πριν, ο επιβιωτισμός, το να μη θες να μιλάς σε άνθρωπο ή να τρως τις σάρκες σου με το γείτονα και τον εαυτό σου από την απόγνωση και την ανέχεια,  έμοιαζαν εικόνες από την παλιά, κατεστραμμένη εργατική τάξη – στα δυτικά της Θεσσαλονίκης ή γύρω από τη ζώνη του Περάματος: στιγμιότυπα από το «Κάτι θα γίνει, θα δεις», του Χρήστου Οικονόμου, πάντως παράταιρα στη γενική εικόνα. Κι έμοιαζαν έτσι, γιατί δούλευε ακόμα η πεποίθηση πως, μια γενιά μορφωμένη και «διεθνοποιημένη» όσο καμιά (πολύγλωσση, με σύνδεση στο Ίντερνετ και σπουδές στο εξωτερικό), θα είχε τρόπο να σταθεί, αν όχι ν’ ανέβει. Κάτι θα γινόταν. Αλλά δεν έγινε. 

Οι γενιές που πίστεψαν στην υπόσχεση της «οικονομίας της γνώσης» ματαιώθηκαν και ζήτησαν τα ρέστα. Όμως το σύστημα βρήκε τρόπο να χειριστεί την πίεση: Τον Δεκέμβρη του 2008 άφησε την πίεση να ξεθυμάνει και αντεπιτέθηκε. Ύστερα πολλές και πολλοί μετανάστευσαν. Και τώρα, μετά τον ΣΥΡΙΖΑ, κλείστηκαν σπίτι και στον εαυτό τους. Ακόμα κι αν η πίστη ότι «κάτι θα γίνει» δεν στηρίζεται τώρα πουθενά, η ίδια ειρωνεία ή συγκατάβαση για το λεξιλόγιο της «στράτευσης» (για το «κάτι θα κάνουμε»), η αποστασιοποίηση των «υποψιασμένων», σήμα κατατεθέν για τα 90’s (αφού ο «υπαρκτός» είχε μόλις καταρρεύσει και η παραδοσιακή Αριστερά συγκυβερνήσει με τον Μητσοτάκη), τώρα ξαναγίνεται κοινός τόπος, και ισχύει στο τετράγωνο. Στράτευση σημαίνει τώρα είτε «αυτό» που κατέληξε στον Τσίπρα. Είτε, πάλι, την ένταξη σε κάποια από τις πολύ μειοψηφικές πια οργανώσεις της Αριστεράς. Φαύλος κύκλος, δηλαδή. Στον κύκλο αυτό ευδοκιμούν, όσο τέλος πάντων ευδοκιμούν, οι προσωποκεντρικοί σχηματισμοί μετά τον ΣΥΡΙΖΑ. Και λέει κάτι ότι αυτοί δεν καταδέχονται να μιλούν καν στο όνομα κάποιας Αριστεράς.

Ναι, δεν είμαστε σήμερα στο 1917: στην παρανομία και τον παγκόσμιο πόλεμο, στον επιβεβλημένο λοιπόν συγκεντρωτισμό και τα συμβούλια εργατών-αγροτών-στρατιωτών. Ναι, πολλές εκδοχές της Αριστεράς παραμένουν αναχρονιστικές και αυταρχικές: απλοποιούν αφόρητα την πολιτική, παραγνωρίζουν τι άλλαξε στην εργασία και το κράτος, κι έχουν σοβαρά «θέματα» με την ιεραρχία. Δεν είμαστε, όμως, ούτε στο ’90: στην εποχή που, όπως και το ’70, «άκουσε» τη ριζοσπαστική και την ελευθεριακή κριτική, για να αφομοιώσει και τις δύο σε σκοπούς τελείως ξένους (1). Μια γενιά με «σούπερ ενημέρωση», υψηλό μορφωτικό επίπεδο και βιωμένες τις διαψεύσεις κάθε εκδοχής της Αριστεράς, μπορεί σήμερα να είναι ειρωνική όσο και τότε απέναντι στην Αριστερά – να μην καταλαβαίνει τι τη χρειαζόμαστε οργανωμένη, ή απλά να μην εμπνέεται. Όμως, για πρώτη φορά ίσως έπειτα από πολλές δεκαετίες, η αδυναμία (ή η αδιαφορία) της γενιάς αυτής να επιδράσει στα πολιτικά πράγματα, δεν είναι απλά επιλογή ενός τρόπου ζωής λιγότερο ανθυγιεινού: είναι η «πολιτική» όψη της δυσκολίας αυτής της γενιάς να επιβιώσει κοινωνικά. Όπου λοιπόν η ίδια δεν βρίσκει κοινή γλώσσα και κοινή οργάνωση με την παλιότερη, στις ΗΠΑ ή στη Βρετανία ας πούμε, το αποτέλεσμα είναι ο Τραμπ ή η επικράτηση του δεξιού «ρεύματος» του Brexit. Όπου, όπως εδώ, βρέθηκε τέτοια γλώσσα, οι παλιοί τρόποι της ομαλότητας αποδείχτηκαν μη λειτουργικοί – κι έκτοτε η γενιά αυτή ζει την κατάθλιψη του μεταμοντέρνου: «ο κόσμος είναι χάλια, αλλά δεν υπάρχει έξοδος». Αφήνεται, λοιπόν, άλλοτε στην πολιτική του στιγμιαίου και του «συμβολικού», κι άλλοτε στην επιτηρούμενη αυτοέκφραση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Να επιτηρείται προληπτικά και συνέχεια, αφενός γιατί αυτό είναι τεχνικά εφικτό, αφετέρου γιατί η ίδια έχει κάθε λόγο να μην μείνει ήσυχη – κι οι επιτηρητές της ξέρουν από παλιά ότι μια σπίθα αρκεί για να τη βγάλει από το facebook. 

Πάνω από 20 ή λιγότερο από 40, ζούμε σε χρόνια που οι τρόποι της ομαλότητας δεν πιάνουν, που η επιτήρηση θέτει προληπτικά τα όρια της δράσης, η μεταρρύθμιση αποκλείεται και η άμυνα απαγορεύεται. Στα χρόνια που η «οικονομία της γνώσης» είναι η μόνη καλή ιδέα του καπιταλισμού, αλλά συνώνυμη της διαρκούς επισφάλειας – εξού και εργασία και ανεργία γίνονται από κοινού συνώνυμες της απελπισίας για την εργατική τάξη (2). Στα χρόνια, τέλος, που το ξεπέρασμα της κρίσης του ’70 διά της «παγκοσμιοποίησης» απέτυχε: γι’ αυτό η «παγκοσμιοποίηση» μεταφέρεται ανατολικά, με τρόπους όμως που απειλούν να τινάξουν στον αέρα την ενότητα (οικονομική, πολιτική, αλλά και στρατιωτική…) του δυτικού κόσμου – μέσω αυτού, λοιπόν, και του παγκόσμιου καπιταλισμού. Δεν είμαστε στο ‘17 ή το ’68. Αλλά όλα αυτά μαζί είναι πολύ «μοντέρνα», και καθόλου μεταμοντέρνα – ό,τι κι αν λέει η απαισιοδοξία της γνώσης. Μια ματιά προς τα πίσω βοηθά: Πριν το ’17, είχαν βιαστεί να θεωρήσουν «παλιά μόδα» τον επαναστατικό κύκλο του 1848 – και δειψεύστηκαν. Αργότερα, στα μυθιστορήματα των πρώτων δεκαετιών του 20ού, ήταν εξίσου πεσσιμιστές ότι δεν υπάρχει τρόπος «εξόδου». Λίγους μήνες πριν το παγκόσμιο ’68, ο γαλλικός Τύπος ήταν κι αυτός πεισμένος: «το Παρίσι κοιμάται». 

Πάντα, η ματιά προς τα πίσω έχει τον κίνδυνο του αναχρονισμού και της επαναστατικής ηθικολογίας: της αυταπάτης ότι, «όπως έγινε πριν, έτσι (πρέπει) και τώρα». Χωρίς, όμως, και τη ματιά αυτή, η καθήλωση στη μεταμοντέρνα κατάθλιψη του «no way out» –στο πνεύμα της εποχής που ειρωνεύτηκε τη στράτευση, γιατί θεώρησε την ομαλότητα αιώνια και τον φιλελευθερισμό ελευθερία–, είναι, φοβάμαι, αναπόφευκτη. 

 

(1) Για την ήττα της κριτικής σκέψης μετά το ‘70, τους πεσσιμιστές και τους αφομοιωμένους/μετανοημένους κριτικούς της περιόδου, αξίζει να διαβάσει κανείς το Αριστερό ημισφαίριο του Ραζμίγκ Κεσεγιάν, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Angelus Novus.

(2) Βλ. την πρόσφατη έρευνα για αύξηση των θανάτων από απελπισία στους κόλπους της λευκής αμερικανικής εργατικής τάξης http://www.pnas.org/content/112/49/15078.full.pdf

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δολοφονική επίθεση χρυσαυγιτών στους Αμπελοκήπους

Ο πρόσφυγας αγκαλιάζει τους πρόσφυγες