in

Ο Πανούσης ως σύμπτωμα. Του Χρήστου Λάσκου

Ο Πανούσης ως σύμπτωμα. Του Χρήστου Λάσκου

Πολλοί ισχυρίζονται πως πολύ ασχοληθήκαμε με τον Πανούση. Πρόκειται για οφθαλμοφανώς γελοία περίπτωση, στο όριο του ρεζιλικίου.

Η ειδική κυβερνητική εκδοχή επί του θέματος είναι πως ό,τι κάνει το κάνει για προσωπική προβολή –ίσως και για να πουλήσει μερικά αντίτυπα παραπάνω από το νέο του αστυνομικό. Γι’ αυτό, άλλωστε, και οι «καταγγελίες» του αρμοδίως βαπτίστηκαν «μυθιστόρημα». Στο κάτω κάτω, από νάρκισσους η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ άλλο τίποτε!

Αρκετά ασχοληθήκαμε, λοιπόν; Νομίζω όχι.

Όσο κι αν δεν διαφωνώ με τις προηγούμενες διαπιστώσεις -περί του ποιού και του επιπέδου του ανδρός- πιστεύω πως πολύ λίγο ασχοληθήκαμε με τον Πανούση, τον κάθε Πανούση. Και δεν είναι καθόλου λίγοι οι Πανούσηδες -του ενός ή του άλλου είδους- στις κυβερνήσεις που έστησε ο Αλέξης Τσίπρας τους δέκα τελευταίους μήνες –που, εκτός των άλλων, δεν «συγκλόνισαν τον κόσμο». Ένας, λοιπόν, από τους λόγους που δεν τον συγκλόνισαν, ενώ, ίσως, θα μπορούσαν, είναι και το γεγονός πως ο πρωθυπουργός έκανε όσα έκανε, μαζί –με πληθωριστικό τρόπο- και τις συγκεκριμένες επιλογές σε πρόσωπα.

Από αυτήν την άποψη, λίγο ασχοληθήκαμε(1). Γιατί ο Πανούσης είναι κάτι πολύ περισσότερο από τον … εαυτό του.

Αποτελεί σύμπτωμα της επικράτησης, από ένα σημείο κι ύστερα στον ΣΥΡΙΖΑ, μιας ορισμένης «σχολής διακυβέρνησης». Αυτής συγκεκριμένα που θεώρησε πως οποιαδήποτε κυβέρνηση –και της «αριστεράς»- έχει απόλυτη ανάγκη δύο πράγματα: να τα έχει καλά με συγκεκριμένους καθεστωτικούς θεσμούς (πού να ανοίγουμε, τώρα, χίλια μέτωπα!) και, επιπλέον, να «αξιοποιήσει» ανθρώπους του καθεστώτος, έως και του βαθέος κράτους, για να πετύχει τους, «ευγενικούς», κατά τα άλλα, σκοπούς της.

Αυτό, φυσικά, δεν έχουμε πλέον να το κρίνουμε από την άποψη μόνον του ό,τι δεν συναντιέται, ως μέρος κάποιας μεθοδολογίας αριστερής (;) διακυβέρνησης, σε κανένα από τα «κλασικά μας εγχειρίδια» περί πολιτικού στοιχείου, πολιτικής και κράτους. Χωρίς να είναι καθόλου αμελητέο το γεγονός πως στα ζητήματα αυτά μια ορισμένη αρχηγική ομάδα κινήθηκε με περίσσεια αυτοπεποίθηση και «αποφασιστικότητα», ενώ τίποτε δεν αποδεικνύει πως ήξερε τι της γινόταν –και δεν μιλάω, όπως καταλαβαίνετε, για την βαριά θεωρία.

Κυρίως, έχουμε να το δούμε από την πλευρά της γενικότερης αντίληψης για το τι σήμαινε αριστερή κυβέρνηση στις συγκεκριμένες συνθήκες. Ε, λοιπόν, αριστερή κυβέρνηση για το ντε φάκτο «επιτελείο» της πορείας προς την 25η Ιανουαρίου –και, πολύ περισσότερο, μετά από αυτήν- σήμαινε πάνω απ’ όλα ομαλότητα. Λελογισμένα και κανονικά όλα –θα τους ταράζαμε στην νομιμότητα, όπως θυμάστε. Για να είναι, όμως, όλα λελογισμένα και κανονικά δεν είχαμε τους κατάλληλους ανθρώπους. Μάλιστα, πολλοί από αυτούς που είχαμε ήταν οι πλέον ακατάλληλοι. Οι Πανούσηδες, έτσι, ήταν αναγκαίοι –χωρίς αυτούς το έργο δεν θα ήταν το ίδιο. Και αυτό ισχύει ανεξαρτήτως που για το έργο αμφιβάλλω αν ήταν σίγουροι και οι πρωταγωνιστές του –το βέβαιο είναι πως, όποιο κι αν ήταν, στο μέτρο που θα ήταν ένα έργο έμπλεο ομαλότητας και κανονικότητας, δεν μπορούσε να διεκπεραιωθεί από τους περίεργους που συνέχιζαν να νομίζουν, όπως διαβεβαίωναν όλες οι κομματικές αποφάσεις, πως κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα σήμαινε «μια μεγάλη κοινωνική πολιτική σύγκρουση» στο εσωτερικό και το διεθνές πεδίο. Πολύ περισσότερο που οι περίεργοι δεν είχαν και την τεχνογνωσία του «πώς γίνονται τα πράγματα», όταν πρόκειται για πράγματα σοβαρά, του κράτους και της αγοράς.

Κι ας θυμόμαστε. Ο Αλέξης Τσίπρας υπερασπίστηκε περισσότερο από όλους τον Πανούση, όταν το σύμπαν και η νεολαία μαζί του θεωρούσε πως η παρουσία του και η πολιτεία του ήταν από τους χειρότερους δείκτες για την πορεία της κυβέρνησης.

Να το ξαναπώ, λοιπόν. Ο Πανούσης, στην περίπτωση μας, δεν είναι ο Πανούσης. Είναι γενικότερο σύμπτωμα μιας λειτουργίας που σε μεγάλο βαθμό προδιέγραφε το ναυάγιο -από την άποψη της Αριστεράς- που ακολούθησε.

Ήταν μέρος, σα να λέμε, ενός φιάσκου που εξελίχτηκε σε καταστροφή.

Και δεν υπάρχει περίπτωση ενδογενούς «διόρθωσης». Όχι μόνο γιατί, μετά από όσα έγιναν, είναι ήδη πολύ αργά. Αλλά και επειδή οι συνεχείς αντιδημοκρατικές εκτροπές αυτής της πορείας, αντί να μπουν στο στόχαστρο, αγνοήθηκαν ολοκληρωτικά. Με αποτέλεσμα να ψηφίζουμε τον Σεπτέμβριο για πρωθυπουργό (sic) και να τρίζουν τα κόκκαλα όλων όσων αγωνίστηκαν τους τελευταίους δύο αιώνες πιστεύοντας πως η Αριστερά είναι δημοκρατία, συλλογικότητα, ισότητα –και γι’ αυτό μια συγκεκριμένη «αποτελεσματικότητα», που καμιά σχέση (καμία, όμως) δεν έχει με τις αστικές εννοιολογήσεις και πρακτικές της «αποτελεσματικότητας».

Ο πρωθυπουργός συνεχίζει «να αποφασίζει» -παρόλα όσα μέχρι σήμερα αποφάσισε με τα γνωστά αποτελέσματα. Ακόμη, όμως, κι αν είχε «αποφασίσει σωστότερα» δεν θα έπαυε να είναι πρόβλημα που «αποφασίζει».

Πώς αυτό δεν το κατανοούν και δεν το πολεμούν άνθρωποι που χωρίς αμφιβολία πάλεψαν χρόνια για την υπόθεση της χειραφέτησης είναι εντελώς ακατανόητο.

Κι ας μην μιλήσει κανείς, παρακαλώ, για ρεαλισμό. Φτάνει, όχι άλλο σώσιμο.

(1) Χρήστος Λάσκος, Η Αριστερά του τίποτε, alterthess, 4 Απριλίου 2015

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ένα μικρό σημείωμα για τον Γιώργη. Του Νίκου Κουρμουλή

H Ωραία Κοιμωμένη² στο Black Box