in

O Ναζί της διπλανής πόρτας

O Ναζί της διπλανής πόρτας

Ας υποθέσουμε ότι είστε μπουγατζατζής, ή φορτηγατζής, ή περιπτεράς. Κι ότι τόσα χρόνια είχατε βρει ένα κάποιο τρόπο να πορεύεστε με την –ας πούμε- πολιτική και οικονομική ηγεσία του τόπου· είχατε έναν ξάδερφο στην τοπική της ΝΔ που σας έδινε τα σταυρωμένα κάθε τέσσερα χρόνια, κερνούσατε κανά καφέ τα «παιδιά» από την αστυνομία, στέλνατε κι ένα ντενεκέ λάδι στην ενορία και κανείς δεν σας ενοχλούσε αν στο μαγαζί σας δούλευε μαύρα κι ανασφάλιστα το παιδί της κουμπάρας, που στο κάτω-κάτω χάρη της κάνατε. Πλούσιος βέβαια δεν θα γινόσασταν ποτέ, αλλά λίγο το μαγαζί (που το δούλευε σχεδόν τζάμπα το παιδί της κουμπάρας), λίγο κάτι νοικιασμένα στο χωριό του παππού, άντε και καμιά αρπαχτή που θα κανόνιζε ο ξάδερφος, έβγαινε ο επιούσιος. 

Κι εκεί ξαφνικά, έρχονται τα πάνω-κάτω. Στην αρχή, πέφτει η κίνηση στο μαγαζί, αλλά για αυτό φταίγανε οι πορείες και τα κωλόπαιδα που τα σπάνε. Μετά, σας ανακοινώνουν επισήμως ότι «δεν υπάρχει σάλιο», κόβουν τη σύνταξη της γιαγιάς και σας χώνουν πέντε χαράτσια· εσείς ξέρετε ότι βασικά φταίνε όλοι αυτοί οι χαραμοφάηδες που τόσα χρόνια πληρώνονται από τους φόρους σας, αλλά αρχίζετε να τα βάζετε και με τους πολιτικούς. Εντάξει, και πριν τους ρίχνατε κανά καντήλι κάθε φορά που πληρώνατε αυτά τα ΤΕΒΕ, αλλά τώρα έχει φτάσει ο κόμπος στο χτένι και το σκατό στην κάλτσα: η δουλειά καταρρέει, το ΦΠΑ διπλασιάζεται και οι αρπαχτές μας τέλειωσαν. Η άδεια, αυτή που εξασφάλισε με τόσο γλύψιμο ο πατέρας σας ως «αντιστασιακός» από τον θειο του (πολιτευτή της ΕΡΕ και πατέρα του ξαδέρφου) χάνει την αξία της από την «απελευθέρωση των επαγγελμάτων». Γύρω σας απλώνεται η αβεβαιότητα και το χάος: απεργίες, επεισόδια, εγκλήματα. 

Και κάπου εδώ αποφασίζετε να ξεκόψετε οριστικά με τον ξάδερφο: αυτοί που τόσα χρόνια σας πουλούσανε πατριωτισμό και «Ισχυρή Ελλάδα», παίρνουνε τώρα εντολές από τους «ξένους» για να σας βάζουνε φόρους. Ήρθε η ώρα λοιπόν για τη δική σας επανάσταση. Όχι όμως με πορείες και τέτοια που δεν έχουν κανένα νόημα. Εδώ χρειάζεται κάποιος με πυγμή, να βάλει όλους αυτούς τους κλέφτες φυλακή, να κόψει τον κώλο από τους δημόσιους υπαλλήλους και να στηρίξει όλους εσάς, τους καλούς Έλληνες νοικοκυραίους (βλ. μαγαζάτορες). Και οι «υποτιθέμενοι αριστεροί», τα χαϊδεμένα παιδιά του συστήματος που σ’ όποια υπηρεσία κι αν πας αριστερός θα είναι ο διευθυντής, αντί για αυτά, λένε ότι πρέπει να αυξηθεί ο μισθός, να ασφαλίζονται όλοι οι εργαζόμενοι (και το παιδί της κουμπάρας) και να προσλάβουμε μερικές χιλιάδες ακόμα καθηγητές και νοσοκόμες – με τους δικούς σας φόρους. Και δώσ’ του απεργίες και επεισόδια.

Δεν είναι λοιπόν φανερό ότι έχετε κάθε λόγο να πάτε στη Χρυσή Αυγή; Όχι από άγνοια ή βλακεία, αλλά από καθαρό, λογικό και ψύχραιμο συμφέρον. Το σύστημα που σας κανάκευε τόσα χρόνια σας πρόδωσε και η αριστερά σας απειλεί. Τώρα, αν τυγχάνει να είστε κι από τη Λακωνία ή τη Φλώρινα κι οι κομμουνιστές σας είχαν κλέψει το ’40 το γουρούνι, έρχεται το γλυκό και δένει. Αν πάλι μεγαλώσατε ακούγοντας Notis, το μόνο βιβλίο που διαβάσατε είναι οι προφητείες του γέροντα Παΐσιου και κάθε Κυριακή πριν το γήπεδο αγοράζεται το «Πρώτο Θέμα» με τις τσοντούλες του, το γλυκό όχι μόνο δένει, πέτρα γίνεται και πέφτει στα κεφάλια όλων αυτών των αλητών που τα βάζουν με το Έθνος, τη Θρησκεία και τον Θέμο Αναστασιάδη.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν φυσικά ότι όλοι οι μικροαστοί είναι φασίστες – ούτε κι όλοι οι φασίστες μικροαστοί. Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι ότι ο φασισμός δεν είναι μία περίεργη ψυχική ασθένεια που προσβάλλει ανθρωποειδή τέρατα, αλλά μία συνειδητή πολιτική επιλογή, η οποία μάλιστα σε κάποιες κρίσιμες συγκυρίες μπορεί να αποδεικνύεται όχι μόνο ελκυστική, αλλά και η μόνη λογική και αποτελεσματική για κάποια κοινωνικά στρώματα, ιδιαίτερα αν συμβαίνει να μοιράζονται κι ένα ορισμένο ιδεολογικό και πολιτιστικό υπόβαθρο. Οι πεντακόσιες χιλιάδες ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής, ή τέλος πάντων πολλοί από αυτούς, είναι ναζί, δεν είναι χαζοί.

Κάποιοι από αυτούς βέβαια, θα τρομάξουν με τη δολοφονία – στο κάτω-κάτω είναι φιλήσυχοι πολίτες. Κι ίσως γυρίσουν δημοσκοπικά στη ΝΔ του Βορίδη, του Γεωργιάδη και του ξαδέρφου. Γιατί το έκανε όμως τότε η Χρυσή Αυγή; Γιατί ρισκάρει τόσο πολύ, τη στιγμή που κοτζαμάν Μπάμπης Παπαδημητρίου, ανησυχώντας για την επόμενη κυβέρνηση, φτάνει στο σημείο να λέει ότι ο «εθνικισμός (σ.σ. δηλαδή η ιδεολογία της Χρυσής Αυγής, δηλαδή ο ναζισμός, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους) δεν είναι ντροπή»; Γιατί ξοδεύει λεφτά, στελέχη και πολιτικό κεφάλαιο για να σκοτώνει πολιτικούς αντιπάλους και δεν αρκείται στους ανέξοδους φόνους μεταναστών; Γιατί, αντί να ασχολείται με αυτά που φαίνεται να τη συμφέρουν, όπως οι «προδότες πολιτικοί» κι οι «λαθρομετανάστες», αυτή αναδεικνύει ξεχασμένα θέματα όπως ο Μελιγαλάς και η «Βόρεια Ήπειρος»; Γιατί δεν κρύβει στο υπόγειο τον –καθόλου δημοφιλή ούτε καν στο χώρο της ελληνικής άκρας δεξιάς- θαυμασμό της για το Χίτλερ και τους (Γερμανούς) προπάτορές της;

Ίσως γιατί αυτοί είναι κι έτσι μεγαλώσανε. Ίσως για να ξεμπροστιάσουν τους λιπόψυχους και τους πιθανούς προδότες στο εσωτερικό τους. Ίσως μάλιστα να επιδιώκουν συνειδητά μία μερική και προσωρινή ποινικοποίηση, για να καλλιεργήσουν τον αντισυστημικό και ριζοσπαστικό τους προφίλ και να καλύψουν έτσι τις βαθιές σχέσεις τους με το κράτος και το κεφάλαιο. Ίσως, ειδικά μετά τις συζητήσεις των τελευταίων ημερών, θέλουν να διασκεδάσουν τους φόβους για την πιθανή αφομοίωσή τους από μία κυβέρνηση της όλης δεξιάς (σε αυτή την περίπτωση, αν ο κάθε Μπάμπης Παπαδημητρίου είχε λίγο φιλότιμο, θα έπρεπε να πεθάνει από τις τύψεις του).
Μέσα σε μία τόσο δύσκολη κατάσταση, κανείς δεν πρέπει να είναι σίγουρος για τις απαντήσεις του. Ας δοκιμάσουμε κι εμείς μία, με όλη την αβεβαιότητα που νιώθει κάποιος μπροστά σε τέτοιο ζόφο. Η πελατεία της Χρυσής Αυγής, όπως ο τύπος που σκιτσάραμε παραπάνω, δεν πείθεται με ωραία λόγια και συνεκτικά επιχειρήματα. Για την ακρίβεια, δεν τον ενδιαφέρουν, αν τα καταλαβαίνει κιόλας· αυτό που τον νοιάζει είναι αν «αυτοί» είναι ίδιοι με τους «άλλους» ή όχι. Αν αυτό που λένε, το εννοούν. Αν το «έξω οι ξένοι» και το «αλήτες, προδότες, κομμουνιστές», είναι συνθήματα ή πράξεις.

Σε αυτό, η μόνη πειστική απόδειξη είναι η βία. Αν σήμερα, που είσαι ένα μικρό κόμμα, μπορείς να σκοτώνεις ανενόχλητα μετανάστες στη μέση του δρόμου, φαντάζεται τι θα κάνεις αύριο, όταν βρεθείς στην εξουσία. Αν σήμερα τολμάς ακόμα και να δολοφονήσεις έναν αντιφασίστα, στέλνοντας ένα στέλεχος σου να σαπίσει στη φυλακή, αποδεικνύεις ότι αύριο μπορείς να τσακίσεις όλους αυτούς «που τα σπάνε και τα καίνε» σε μία νύχτα (αποφυλακίζοντας προφανώς τότε και τον εν λόγω εθνικό ήρωα). Και αν το να χύνεις «ελληνικό αίμα» ακούγεται βαρύ για έναν εθνικιστή, δεν έχουμε να θυμηθούμε το ύμνο της «Χ»:

«Με όπλα δεν θα χύσουμε
ούτε μία σταγόνα αίμα ελληνικό·
μόνο το άτιμο, προδοτικό,
των ανταρτών και των κομμουνιστών,
για να ‘βρει η Ελλάδα λυτρωμό…»

Οι Έλληνες φασίστες, οπαδοί σήμερα της Χρυσής Αυγής, μεγαλώσανε για δεκαετίες μέσα στη σφιχτή αγκαλιά των πιο καλά ριζωμένων δυνάμεων του τόπου· της Αστυνομίας, του Στρατού, της Εκκλησίας, του εμφυλιακού Κράτους, των κομμάτων εξουσίας. Όσο αυτά καταρρέουν, το μόνο που μπορεί να τους πείσει είναι μία εξίσου εμβληματική δύναμη. Η επίκληση μίας τέτοιας μεταφυσικής, αιώνιας, αδιόρατης μα πανταχού παρούσας «Δύναμης» αποτελεί έτσι τον πυρήνα της ιδεολογίας της Χρυσής Αυγής· και τα εγκλήματα, οι δολοφονίες, οι παραπομπές στην ισχύ του χιτλερισμού, αποτελούν πολύ πιο έμπρακτες αποδείξεις δύναμης από τις παρελάσεις, τα μαύρα μπλουζάκια και τους πυρσούς.

Αν είναι έτσι, το προχθεσινό χτύπημα δεν ήταν ούτε τυχαίο, ούτε λάθος. Ακόμα κι αν οδηγεί σε δημοσκοπική κάμψη, «δένει» ακόμα περισσότερο τους οπαδούς της οργάνωσης. Για αυτούς που θα αντέξουν κι αυτό, δεν υπάρχει καμία επιστροφή – αν βέβαια υπήρχε πριν. Όσο κι αν το θέλουμε, οι ναζί δεν θα γυρίσουν σύντομα στις τρύπες τους· ήρθανε για να μείνουν. Αποτελούν ένα ισχυρό και ριζωμένο ρεύμα στην ελληνική κοινωνία, που συνδέεται με συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις και συμφέροντα, που αυτονομήθηκε από το αστικό πολιτικό σκηνικό αλλά διατηρεί ταυτόχρονα αναλλοίωτες τις σχέσεις του με το κράτος και το κεφάλαιο, που συνεχίζει τη μακρά παράδοση της πάντα μαζικής ελληνικής άκρας δεξιάς, που έχει πάρει σαφή θέση στην ταξική πάλη των ημερών μας. Από αυτήν τη θέση χτυπήσανε προχθές τους εργάτες του ΚΚΕ, από αυτή τη θέση σκοτώσανε έναν αντιφασίστα αγωνιστή· δύο χτυπήματα που δεν συνέπεσαν χρονικά με το απεργιακό ξέσπασμα των τελευταίων ημερών, αλλά στρέφονταν συνειδητά εναντίον του. Το αν αυτό το ρεύμα θα νικήσει ή θα ηττηθεί, θα εξαρτηθεί κατά συνέπεια από αυτήν ακριβώς την πάλη. Όπως πάντα.

Νίκος Νικήσιανης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σενάρια του αέρα. Του Παντελή Μπουκάλα

Η αυτοκράτειρα τον θρόνο, οι Φιλελεύθεροι το …δάκτυλο κι οι λοιποί σκεπτικοί