in

Νέα κατάσταση νέες σχέσεις: ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση της αριστεράς

Νέα κατάσταση νέες σχέσεις: ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση της αριστεράς

Γράφουν οι Γ. Στάμου, Δ. Ψύλλος, Ρ. Καλφακάκου

Η συζήτηση για τη σχέση ενός αριστερού κόμματος με την κυβέρνηση που προέρχεται από τα σπλάχνα του έχει το δικό της, τρικυμιώδες θα λέγαμε, παρελθόν. Η συντηρητική εκδοχή της αριστεράς αναθέτει στο κόμμα νέου τύπου το προνόμιο να συμπυκνώνει κατά κάποιο περίεργο τρόπο και να φέρνει στην επιφάνεια τις υποτίθεται κρυμμένες, πλην υπαρκτές αντικειμενικά επιθυμίες της κοινωνίας. Για το λόγο αυτό η κάθε εξουσία πηγάζει από το κόμμα που στέκει κυρίαρχο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της πολιτικής σκηνής, ενώ η κυβέρνηση, τα συνδικάτα, άλλοι μαζικοί φορείς δεν είναι παρά απλές προεκβολές που ως ιμάντες μεταβίβασης επιβάλουν τη θέληση του κόμματος στο κράτος και την κοινωνία.

Μια μερική αμφισβήτηση αυτής της θέσης  προβάλλεται από την ανανεωτική αριστερά όταν εδώ και χρόνια μιλάει για αυτονομία στη δράση των μαζικών τουλάχιστον χώρων. Εδώ το κόμμα δεν επιβάλλεται στο κράτος και την κοινωνία αλλά αποτελεί πηγή έμπνευσης.

Τελευταία, η κατάκτηση της κυβερνητικής ευθύνης από το ΣΥΡΙΖΑ και συνακόλουθα η διαδικασία στελέχωσης του κρατικού μηχανισμού έφεραν και πάλι στο πρώτο πλάνο της επικαιρότητας τη συζήτηση σχετικά με τη σχέση κόμματος – κυβέρνησης. Ειδικότερα, τόσο προεκλογικά κατά τις διαδικασίες συγκρότησης των ψηφοδελτίων όσο – και ακόμα πιο εμφανώς – με την ανακοίνωση της νέας κυβέρνηση φάνηκε στην πράξη ότι η ιδέα κυριαρχίας του κόμματος πάνω στη νομοθετική και την κυβερνητική εξουσία αποτελεί παρελθόν, ενώ ο ρόλος αυτού του τελευταίου (του κόμματος) στο νέο πλαίσιο είναι υπό συζήτηση.

Γίνεται φανερό ότι στις συνθήκες απαξίωσης της κομματικότητας που χαρακτηρίζουν τη συγκυρία στη χώρα μας , το κόμμα οφείλει να χτίσει από μόνο του ένα ρόλο για τον εαυτό του. Ωστόσο, η προσπάθεια δε γίνεται σε άδειο γήπεδο, καθόσον βασικά στοιχεία σε αυτή την αναζήτηση αποτελούν κεκτημένα της ανανεωτικής αριστεράς. Ένα από αυτά είναι και η αντίληψη που βλέπει στο κράτος το αποκρυστάλλωμα που παράγεται την κάθε στιγμή από την κοινωνική διαπάλη και όπου κατά συνέπεια η κυβερνητική εξουσία καλείται να εγκαθιδρύσει τους κανόνες και τις πρακτικές  που προσθέτουν προοδευτικό πρόσημο  και προωθούν την κοινωνική δυναμική προς όφελος  των εργαζόμενων.

Παρατηρώντας  τη συγκυρία , εύλογα διαπιστώνει κανείς ότι ένα στοιχείο της είναι οι περίπλοκες συνθήκες που διαμορφώνει η αυθόρμητη κινητοποίηση τεράστιων, πλην ετερογενών δυνάμεων που θίχτηκαν από τις πολιτικές της λιτότητας και επέλεξαν ως εκπρόσωπό τους το ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να είναι ΣΥΡΙΖΑ. Άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι οι ανταγωνισμοί και η διαπάλη αυτών των ετερογενών δυνάμεων  αναπτύσσονται εντός ενός άκρως πολύπλευρου πλαισίου και διαπερνούν όλους τους θύλακες της εξουσίας και της κοινωνικής οργάνωσης , από τις τοπικές κινήσεις και τις ΜΚΟ, μέχρι τα Πανεπιστήμια, τα Συνδικάτα, την τοπική αυτοδιοίκηση και τις ποικίλες κυβερνητικές δομές.

Σε κάθε περίπτωση όμως, οι μάζες δεν έρχονται στο στίβο ως αδιαφοροποίητος λαός. Αντίθετα συμμετέχουν και συγκροτούν ένα δίκτυο από διάφορα επιμέρους δίκτυα που το καθένα υπερασπίζεται τα δικά του ιδιαίτερα και πολλές φορές τοπικού χαρακτήρα,  συμφέροντα. Στο πλαίσιο μιας δημοτικής πρωτοβουλίας για παράδειγμα μπορείς να συναντήσεις μαγαζάτορες που θα αγωνιστούν για το κατά το συμφέρον τους εμπορικώς ορθό, εργαζόμενους που θα υποστηρίξουν το συνδικαλιστικά ορθό, γονείς που θα προβάλουν το εκπαιδευτικά ορθό, γυναίκες (και σπανιότερα άντρες) που θα παλέψουν για το φεμινιστικά  ορθό, πολίτες φορείς του οικολογικώς ορθού κλπ. Κάτω από αυτό το πρίσμα οι ιδέες που προβάλλονται δεξιά και αριστερά και απλώνονται από την πλήρη στήριξη ως την απόλυτη αυτονόμηση του κόμματος από την κυβέρνηση και τη σκληρή κριτική στάση απέναντί της – με όλες τις ενδιάμεσες παραλλαγές, δεν ακουμπούν στην ουσία. Γιατί το ζήτημα δεν είναι η απλή εμπλοκή των κομματικών οργανώσεων ως εισηγητών που στη χειρότερη περίπτωση επικαθορίζουν την κυβερνητική δράση και στην καλύτερη συνεισφέρουν στοιχεία έμπνευσης στην κοινωνική συζήτηση. Είναι κάτι πολύ περισσότερο, η οργάνωση δομών έντιμης διεξαγωγής της κοινωνικής διαμάχης στις επιμέρους περιοχές όπου αυτή διεξάγεται, καθώς και η οργάνωση του πλουραλισμού, της ασάφειας και του αυθόρμητου των μαζών, η συνάρθρωση δηλαδή των επιμέρους σε σχέδιο πολιτικής παρέμβασης.

Παραδείγματα χώρων προνομιακής παρέμβασης των κομματικών οργανώσεων υπάρχουν πολλά, ανάμεσα τους τα συνδικάτα, τα επιμελητήρια, η τοπική αυτοδιοίκηση κ.ά. Ειδικότερα, ο χώρος της τοπικής αυτοδιοίκησης μοιάζει υποσχώμενος. Πράγματι, και ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, οι πρόσφατες εκλογές άφησαν πλούσια κληροδοτήματα στο ΣΥΡΙΖΑ. Στη Θεσσαλονίκη για παράδειγμα, οι σύμβουλοι και η δημοτική κίνηση του κεντρικού Δήμου, – με περιορισμένη βέβαια εκπροσώπηση λόγω και των χειρισμών που έγιναν -, οι αντίστοιχες κινήσεις και οι σύμβουλοι των περιφερειακών Δήμων, οι διαμερισματικοί σύμβουλοι και οι διαμερισματικές κινήσεις που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν συγκροτούν ένα δίκτυο πολυεπίπεδης δράσης που θα μπορούσε να απορροφήσει άμεσα μεγάλο μέρος της κομματικής δραστηριότητας εν όψει της αποκέντρωσης και της αναπαραγωγικής ανασυγκρότησης που επαγγέλθηκε το κόμμα. Απλοποιώντας, θα λέγαμε ότι το πολιτικό μήνυμα που εκπέμπει το κόμμα κεντρικά, αφού φιλτραριστεί σε πρώτο επίπεδο από τις ατομικές συνειδήσεις των συμμετεχόντων και σε δεύτερο από τις συλλογικές συνειδήσεις των παρατάξεων μετασχηματίζεται σε ζωντανή αυτοδιοικητική πράξη. Μετά, το πολιτικό μήνυμα που παράγεται στην αυτοδιοικητική μικρο-κλίμακα ακολουθεί αντίστροφη πορεία και φιλτράρεται αναλόγως.  

Κοντολογίς, οι συνθήκες της συγκυρίας επιβάλλουν αλλαγές στις κομματικές δραστηριότητες. Ειδικότερα, σε συμφωνία με τα κεκτημένα που θέλουν την αυτονομία των πολιτικών υποκειμένων η κυβέρνηση δεν αποτελεί πλοκάμι/προεκβολή του κόμματος. Πρέπει μεν να λειτουργεί αυστηρά εντός του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ αλλά να  διαθέτει και σχετική αυτονομία. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το κόμμα παραιτείται από την εισηγητική υποστήριξη,  τη στήριξη των κυβερνητικών πεπραγμένων και πολύ περισσότερο από τον ελεγκτικό και κριτικό του ρόλο ως θεματοφύλακα του πολιτικού, ιδεολογικού και ηθικού κεκτημένου της ανανεωτικής αριστεράς. Ωστόσο η πολιτική και κοινωνική  συγκυρία καθιστούν πλέον  σχεδόν υποχρεωτική την παρουσία του σε μικρότερης κλίμακας χώρους της κοινωνίας των πολιτών, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση, τα συνδικάτα, οι ΜΚΟ, άλλες κινήσεις πολιτών κλπ. όπου παράγεται χαμηλής κλίμακας πολιτική, την οποία το κόμμα επεξεργάζεται, οργανώνει και διαχέει ώστε να εξελίσσει τον προγραμματικό του ρόλο. Τελικά, αν η κομματική δράση μοιάζει να μικραίνει σχετικά στο επίπεδο της κεντρικής σκηνής αυτό αντισταθμίζεται από την αύξηση της κοινωνικής του δραστηριότητας καθώς και από την αναβάθμιση του προγραμματικού και επιτελικού του ρόλου. 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Οι επόμενοι τέσσερις μήνες. Του Ανδρέα Καρίτζη

Παρουσίαση του βιβλίου «Μια ιστορία αλλιώς…» του Α. Τσέκερη