Μια συνταγματική εκτροπή με παρελθόν

Γράφει ο Ιός: Ο άνθρωπος που κλήθηκε από το Μαξίμου να αναλάβει την ΕΡΤ είναι εκείνος που πρώτος κατήγγειλε τις αντιδημοκρατικές «πράξεις νομοθετικού περιεχομένου»

Το κακό τρίτωσε. Μετά την ανάκληση του νόμου για την ιθαγένεια και τις παλινωδίες με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο ήρθε το πραξικοπηματικό κλείσιμο της ΕΡΤ για να ολοκληρωθεί η επιδεικτική στροφή του κ. Σαμαρά προς την Ακροδεξιά. Ο πρωθυπουργός διακινδυνεύει τη σταθερότητα της κυβέρνησης οδηγώντας τους δύο μικρότερους εταίρους της συγκυβέρνησης σε πραγματικό αδιέξοδο. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν τον ενδιαφέρει. Η επικράτηση της σκληρής γραμμής των πρωθυπουργικών συμβούλων στηρίζεται στην αδιαφορία για την τύχη των δύο μικρότερων εταίρων ή μάλλον προϋποθέτει τη συντριβή τους, έτσι ώστε να ενισχυθεί η κομματική δύναμη του μεγαλύτερου. Το δηλώνει στο twitter ο πάντα αθυρόστομος Φαήλος Κρανιδιώτης. Η διέξοδος γι’ αυτόν από την κρίση που προκλήθηκε με την ΕΡΤ δεν είναι άλλη από μια «μονοκομματική κυβέρνηση Σαμαρά και πιο σκληρή».

Και επειδή ούτε οι πιο πιστοί στον κ. Σαμαρά δημοσκόποι δεν προβλέπουν το ενδεχόμενο αυτοδυναμίας για κανένα κόμμα, ο χρησμός του σαμαρόφρονος πολιτευτή έχει μία και μόνο ερμηνεία: τη στήριξη της Νέας Δημοκρατίας στις δυνάμεις που χειροκρότησαν την επίδειξη πυγμής και φρόντισαν να προσθέσουν και άλλα επιχειρήματα για την απαξίωση της ΕΡΤ. Κι αυτές οι δυνάμεις δεν είναι άλλες από την Ακροδεξιά. Πρώτα απ’ όλα τη Χρυσή Αυγή, αλλά από κοντά και τον κ. Καρατζαφέρη, ο οποίος είδε φως στην ακροδεξιά πολυκατοικία και προσπαθεί να μπει κι αυτός.

Για πρώτη φορά φαίνεται ότι ο κ. Σαμαράς παίζει πραγματικά με τη φωτιά. Μέχρι σήμερα περιοριζόταν στην υιοθέτηση μέρους της ακροδεξιάς ατζέντας (κυρίως στο μεταναστευτικό), αλλά φρόντιζε να τηρεί τα προσχήματα, πιστός στη θεωρία των δύο άκρων. Με τις τελευταίες εξελίξεις αρχίζει να διαφαίνεται ένα ανοιχτό φλερτ προς τη Χρυσή Αυγή και τις απόψεις της, ενώ για πρώτη φορά εμφανίζεται και η Χρυσή Αυγή να ανταποκρίνεται, ξεχνώντας τα περί «αντισυστημικού πολέμου».

Στο επίκεντρο της πολιτικής αυτής βρίσκεται το μπλακ άουτ της ΕΡΤ. Από την κυβέρνηση διοχετεύτηκαν πληροφορίες ότι το σχέδιό τους βασίζεται στις εισηγήσεις του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου, Νίκου Αλιβιζάτου, ο οποίος μάλιστα κλήθηκε εκ των υστέρων να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Με δήλωσή του ο κ. Αλιβιζάτος αρνήθηκε κατηγορηματικά να συμμετάσχει σε αυτό το κυβερνητικό σχέδιο:

«Με κλειστά τα κανάλια της ΕΡΤ, είναι εξαιρετικά δύσκολο να ευοδωθεί οποιαδήποτε προσπάθεια για την εξυγίανση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Δεν μπορώ, συνεπώς, να συμβάλω σε ένα εγχείρημα, που θεωρώ εκ των προτέρων καταδικασμένο».

Αναρωτιέται κανείς πώς σκέφτονται εκεί στο Μαξίμου. Γιατί ο Ν. Αλιβιζάτος είναι αυτός που έχει εξηγήσει, με βάση τις επιστημονικές του γνώσεις, ότι η εφαρμογή αυτών των «πράξεων νομοθετικού περιεχομένου» αποτελεί μια «καταστροφική» συνήθεια. Και ήταν αυτή η πρακτική που οδήγησε στις αντιδημοκρατικές εκτροπές του Μεσοπολέμου και τελικά στη δικτατορία Μεταξά.

Αυτή την εκτροπή περιγράφει ο Ν. Αλιβιζάτος στο κλασικό του σύγγραμμα «Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση» (εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1983, σ. 81-4):

«Μια πρακτική που εγκαινιάστηκε κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και που συνίστατο σε μια συστηματική παραγωγή κανόνων δικαίου γενικής ισχύος από την εκτελεστική εξουσία, χωρίς προηγούμενη νομοθετική εξουσιοδότηση, με βασιλικά διατάγματα, καλούμενα είτε “νομοθετικά” είτε “αναγκαστικά”, διατάγματα που εκδίδονταν ακόμη και όταν η Βουλή ήταν παρούσα, και που έπρεπε κατόπιν να επικυρωθούν από αυτήν».

«Πέρα από τις περιπτώσεις όπου μετά από ρήξεις στη συνέχεια του εσωτερικού δικαίου κυβερνήσεις de facto άσκησαν τη νομοθετική εξουσία με αναγκαστικά διατάγματα –επρόκειτο, συγκεκριμένα, για το καθεστώς της “Επανάστασης” του 1922, τη δικτατορία του στρατηγού Κονδύλη, το 1935, και φυσικά τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου (1936-1941)- περιπτώσεις που τα δικαστήρια έσπευσαν να νομιμοποιήσουν επικυρώνοντας τις σχετικές κυβερνητικές πράξεις, επικαλούμενα είτε τον “επαναστατικό χαρακτήρα” των καθεστώτων αυτών, είτε τη “σιωπηρή υποστήριξη του λαού” ή, τέλος, το “γενικό συμφέρον”, υπήρξαν και παραδείγματα νομίμων κυβερνήσεων, που αν και διέθεταν άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κατέφυγαν στην πρακτική της αυτόνομης νομοθεσίας, χωρίς αποχρώντα λόγο, για να αντιμετωπίσουν καταστάσεις που σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν έκτακτες».

Αυτές οι περιπτώσεις ήταν κατ’ αρχήν η κυβέρνηση Βενιζέλου το 1928 και το 1931, καθώς και η κυβέρνηση Τσαλδάρη «που τον Φεβρουάριο του 1935 κατέφυγε δύο φορές στην πρακτική των αναγκαστικών διαταγμάτων προκειμένου να επιλύσει μάλλον δευτερεύοντα προβλήματα». Η ίδια κυβέρνηση Τσαλδάρη «μετά το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 ιδιοποιήθηκε τη συντακτική και τη νομοθετική εξουσία για να εκδώσει 46 συνολικά “συντακτικές πράξεις” και πολλές δεκάδες αναγκαστικούς νόμους, προκειμένου να εκκαθαρίσει τον κρατικό μηχανισμό από τους βενιζελικούς και να τροποποιήσει προς αυταρχικές κατευθύνσεις το δημοκρατικό σύνταγμα του 1927».

Ο καθηγητής Αλιβιζάτος περιγράφει και τη διστακτική στάση των δικαστηρίων, που έκριναν ότι δεν έπρεπε να υπεισέλθουν σε ζητήματα «καθαρά πολιτικά», αλλά και την αδυναμία του Κοινοβουλίου, το οποίο σπανίως καλούνταν να επικυρώσει τα κυβερνητικά αναγκαστικά διατάγματα. «Και όποτε πράγματι καλούνταν, συνερχόταν για να αποφανθεί σχετικά πολλούς μήνες μετά τη λήψη των μέτρων που επικύρωνε και βρισκόταν, έτσι, σχεδόν πάντοτε μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα». Πρόκειται για αυτό που προέβλεπε η αρχική κυβερνητική πρόταση, με την αναβολή της σχετικής συζήτησης για τον Σεπτέμβρη.

Το συμπέρασμα είναι ότι «οι επιπτώσεις των πολύμορφων αυτών νοθεύσεων του ελληνικού κοινοβουλευτισμού και ειδικότερα της μονομερούς και αυθαίρετης ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας κατά τη διάρκεια της ταραγμένης αυτής περιόδου, υπήρξαν από πολλές πλευρές καταστροφικές. Με το να προσφεύγουν όλο και πιο συχνά σε εξωσυνταγματικές πρακτικές για να ενισχύσουν τις θέσεις τους, τόσο η μια όσο και η άλλη από τις δύο βασικές ανταγωνιστικές μερίδες των κυρίαρχων τάξεων της χώρας, κατέληξαν να τις ανέχονται ως φαινόμενα τρέχοντα, δηλαδή αναγκαία και αναπότρεπτα, χωρίς τα οποία θα κινδύνευαν να ξεπεραστούν από τη δυναμική των γεγονότων».

Ο Ν. Αλιβιζάτος ερμηνεύοντας τη χρήση αυτών των εξωσυνταγματικών πρακτικών επισημαίνει ιδιαίτερα και το «αίσθημα ανασφάλειας που ένιωθαν οι κυρίαρχες τάξεις της χώρας μπροστά στην άνοδο του διεκδικητικού και πολιτικού κινήματος των εργαζομένων, καθώς επίσης και το γεγονός ότι οι τάξεις αυτές, για λόγους ιστορικά προσδιορισμένους, δεν ήταν προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν με δημοκρατικά μέσα το κίνημα αυτό».

(ΕφΣυν 17/6/2013)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Απεργοσπάστης ο Αγγελιοφόρος -Ανακοίνωση ΕΣΗΕΜΘ

Την Παρασκευή οι βαθμολογίες των υποψηφίων για τα ΑΕΙ-ΤΕΙ