Κριτική του βιβλίου «Φως τον Αύγουστο»

Γράφει ο Γιάννης Σμοΐλης

Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, στο κείμενο του για το μυθιστόρημα του Φώκνερ “Σαρτόρις”, έγραφε ότι, με την πάροδο του χρόνου, τα καλά μυθιστορήματα μετατρέπονται σε κάτι αιώνιο και άφθαρτο που απλώς υπάρχει ανάμεσα μας, με τον τρόπο που υπάρχουν οι πέτρες και τα δέντρα. Τα βιβλία του Φώκνερ, τα σπουδαία βιβλία του, υπάρχουν πράγματι κάπως έτσι. Συμπαγή, στέρεα και σκληρά, με μια απρόσβλητη πυκνότητα. Αγνοώντας την έννοια της φθοράς και της αλλαγής. Έρχονται σε μας από το βάθος του ιστορικού χρόνου για να τον καταργήσουν, σε κάθε σελίδα εμφανίζονται μπροστά μας σαν ένας κόσμος μέσα στον κόσμο, κόσμος με δικό του χρόνο ή μάλλον καλύτερα, χωρίς καθόλου χρόνο. Σίγουρα υπάρχει το ιστορικό φόντο, οι ιδιαιτερότητες μιας εποχής, το πλαίσιο συγκεκριμένων χωροχρονικών  χαρακτηριστικών. Μόλις όμως αρχίζει να ξετυλίγεται και να απλώνει αυτός ο “άλλος” κόσμος του μυθιστορήματος, καταλαβαίνουμε πως έχουμε να κάνουμε με μια άχρονη διάσταση, έξω από κάθε προσδιορισμό. Κι αυτό γιατί ο κόσμος του Φώκνερ, όπως μόνο στα μεγάλα έργα τέχνης συμβαίνει συνήθως, στερείται οριοθετήσεων. Μας καλεί να βυθιστούμε μέσα του, μας αναγκάζει να απαρνηθούμε την πραγματικότητα για να αντικρίσουμε την πολύ πιο ενδιαφέρουσα προέκταση της: αυτήν που εφορμάται από το χάος της ψυχικής ενδοχώρας και καταπίνει σταδιακά τα πάντα, ξεβράζοντας μας σε μια εντελώς άγνωστη όχθη. Στο νησί που κατοικούν τα μαγικά πλάσματα του Φώκνερ, ο κόσμος μας προβάλλει αντεστραμμένος, σαν μέσα από καθρέφτη. Αναγνωρίζουμε δικά του στοιχεία, τοπία, κοιλάδες, λουλούδια, χώματα, δειλινά, ζώα, ανθρώπους, όλα όμως πίσω από μια μαγική αχλύ που τα εξαυλώνει και αλλάζει τις διαστάσεις και τα χαρακτηριστικά τους. Έχουμε εισέλθει πια στην “άλλη” διάσταση της τέχνης. Της μεγάλης τέχνης.

Σε ένα εκ των κορυφαίων αριστουργημάτων του, στο “Φως τον Αύγουστο”, ο μεγαλύτερος αμερικανός συγγραφέας του 20ου αιώνα, επιχειρεί τη σύζευξη του ρεαλισμού με έναν σχεδόν μεταφυσικό λυρισμό. Τίποτα δεν μας εμποδίζει να αναγνωρίσουμε την ασχήμια της πραγματικότητας, τη φτώχεια, την εξαθλίωση, τη σκληρότητα, τον ηθικό ξεπεσμό. Καμιά διάθεση ωραιοποίησης δεν φαίνεται, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, να διεισδύει ανάμεσα στις προτάσεις. Όπως όμως συμβαίνει στα έργα του Ντοστογιέφσκι, έτσι και στον Φώκνερ, το ανθρώπινο μεγαλείο ξεπροβάλει απ τα σκοτάδια, σε αιφνιδιάζει εκεί που δεν το περιμένεις. Δεν προκύπτει σαν αποτέλεσμα της αρετής, αντίθετα αναβλύζει μέσα από την άβυσσο. Οι ήρωες του, βασανισμένα πλάσματα όλοι τους, πληγωμένα ζώα που γίνονται άνθρωποι παλεύοντας με τη μοίρα τους, άνθρωποι χαρακωμένοι από τα νύχια του πεπρωμένου, πολύ περήφανοι για να παραιτηθούν, αξιοπρεπείς μέσα στην πιο ακραία απελπισία και απόγνωση. Ο Φώκνερ τους σκιαγραφεί σαν υπερβατικές μορφές, εξαγνισμένες μέσα στις σαρκοβόρρες φλόγες των παθών τους καθώς τους περιβάλλει με την πιο σκληρή στοργή, σαν αδίστακτος πατέρας. Είναι αυτοί του οι υπεράνθρωποι, που χαρίζουν στο έργο τον ιδιότυπο λυρισμό του. Έναν λυρισμό τρυφερό που απλώνεται πάνω και στην πιο άγρια πράξη, δίνωντας της μυθικές, σχεδόν θρησκευτικές προεκτάσεις, μετατρέποντας την σε αναπόφευκτη τελετουργία εξιλέωσης. Όντα τραχιά, ακατάδεκτα, πεισματωμένα σε βαθμό αποκτήνωσης, κατοικούν τον κόσμο του μυθιστορήματος. Πέρα από την ηθική, την ελπίδα και τον τρόμο, ακολουθούν τις τροχιές τους, συνεπαρμένα από τον ίλιγγο του έρωτα και του θανάτου, σην πιο απόλυτη έκσταση ζωντάνιας. Κι ο Φώκνερ τα παρατηρεί με σεβασμό, σχεδόν με δέος, σαν να μην κατευθύνει αυτός τις ενέργειες τους, σαν να μην τις γεννά η φαντασία του, σαν να καλείται απλά να καταγράψει πράγματα που τον ξεπερνούν. Αυτή είναι και η μεγαλοφυία του. Έχει πλάσει ήρωες τόσο ζωντανούς, που η δική του παρέμβαση στην εκτύλιξη της ιστορίας μοιάζει ανεπαίσθητη: παλεύουμε να διακρίνουμε τον δημιουργό πίσω από το δημιούργημα και συναντάμε το χάος, την ίδια την άβυσσο απ την οποία ξεπετάγονται τα, δονούμενα από ερεβώδη ενέργεια, πλάσματα! Με την αφήγηση του, σαρκαστική, ποιητική, φιλοσοφικά αποστασιοποιημένη, δίνει τον τόνο και έναν συγκλονιστικό ρυθμό και μοιάζει να σταματά εκεί η συμβολή του.

Μόνο που αυτό είναι ακόμα ένα συγγραφικό τέχνασμα, μια απόδειξη της εκπληκτικής τεχνικής του. Γνωρίζει ότι ο καλός μυθιστοριογράφος για ένα πράγμα πρέπει να ενδιαφέρεται, και μόνο: να πει μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Όλα τα υπόλοιπα αφορούν τους δοκιμιογράφους και τους ποιητές. Ο μυθιστοριογράφος είναι ένα άλλο ζώο, πολύ πιο σοβαρό, πολύ πιο υπεύθυνο. Η αποστολή του είναι σχεδόν ιερή. Να ποιήσει ήθος μέσα από τη λογοτεχνία, μέσα από τη διήγηση του, όχι σαν δάσκαλος, νομοθέτης ή προφήτης, παρά σαν κάτι απείρως δυσκολότερο: σαν αφηγητής. Κι εδώ αποδεικνύεται μεγάλος ο Φώκνερ, σχεδόν τόσο μεγάλος όσο υπήρξε ο Ντοστογιέφσκι. Το σύμπαν του βρίθει από εικόνες, σύμβολα, ιδέες και ομορφιά, ούτε για μια στιγμή όμως δεν ξεχνάει τον αρχικό και πολύ πιο βασικό του ρόλο. Ούτε για μια αράδα δεν παρασύρεται από το εγώ του, την καλλιτεχνική αλαζονεία ή τη ματαιοδοξία ενός Προυστ για παράδειγμα. Δεν θεωρεί ότι είναι σημαντικότερος από την ιστορία του, τα πλάσματα του και τα μαρτύρια τους. Δεν τα παρατάει στην άκρη για να μας πείσει πόσο καλά ξέρει να γράφει ή σε τι απύθμενο βάθος φτάνει ο στοχασμός του. Αυτό το διαπιστώνουμε με την κάθε του λέξη, με την κάθε λεπτοδουλεμένη, γεμάτη πληροφορίες παράγραφο, με την ψιλοβελονιά των περιγραφών που υπηρετούν ωστόσο θαυμάσια, την πλοκή. Η κοσμοθεωρία του παραμένει ένα μυστήριο, δεν θα την εντοπίσουμε ανάμεσα στις γραμμές, κι αυτό ακόμα θα ήταν προσβλητικό για το, γεμάτο αυτάρκεια και ήρεμη σοφία, βλέμμα του συγγραφέα. Και το μυστήριο εδώ είναι σχεδόν ζητούμενο.

Καθόλου τυχαία ο Φώκνερ γεμίζει τους ήρωες του με μυστικά. Αφήνει τους στοχασμούς τους μισοτελειωμένους, τους απαγορεύει να φωτίσουν με νόημα κάποια μύχια σκέψη, εκεί που περιμένεις με αγωνία να σου αποκαλύψει τι έλεγε κάποιο πολύ σημαντικό γράμμα, σε αφήνει να αναρωτιέσαι, υπονοώντας ειρωνικά και μια δική του άγνοια. Άλλο ένα στοιχείο που ζωντανεύει υπέροχα τους ήρωες. Αν δεν μπορεί ούτε ο δημιουργός τους να γνωρίζει τι σκέφτονται, τότε δεν μπορεί παρά να ξεφεύγουν απ τον έλεγχο του, να αποκτούν συγκεκριμένη, χειροπιαστή υπόσταση, μέσω μιας ψευδαίσθησης ελευθερίας. Άλλες φορές, επίτηδες, απλώνει ένα πέπλο ασάφιας με τις λέξεις που αντί να αποσαφηνίζουν, μπερδεύουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Σαν κάποιος που προσπαθεί να ξεφύγει από μια ερώτηση αλλάζοντας θέμα. Συνειδητά συσκοτίζει, περιπλέκει, ανακατεύει την ιστορία του, με άλματα στον χρόνο, με αλλαγές εστίασης από τον έναν ήρωα στον άλλο, απότομες μετατοπίσεις από το ένα γεγονός στο άλλο, μας αφήνει σαν γάτες να ξετυλίγουμε το νοηματικό κουβάρι της πλοκής, κυνηγώντας το δεξιά και αριστερά, όπου αυτός το στέλνει. Τα πρόσωπα ποτέ δεν φωτίζονται ολοκληρωτικά, κάτι τέτοιο θα συνιστούσε χυδαιότητα. Πάντα προβάλλουν στο ημίφως μιας μυστηριώδους, και γι αυτό άμετρα γοητευτικής, αμφισημίας. Πολλά υπονοούνται, ακόμα περισσότερα μένουν άρρητα και μας περιτρυγιρίζουν ενοχλητικά σαν δυσάρεστες υποψίες που δεν μπορούμε να ξεφορτωθούμε. Οι συνειδήσεις αυτές δεν μας ανοίγουν ποτέ εντελώς τις πόρτες τους, τις αφήνουν μισάνοιχτες μόνο και μόνο για να μας προκαλέσουν να ρίξουμε μια ματιά. Ξέρει καλά ο Φώκνερ ότι το μυστήριο έχει πολύ μεγαλύτερη ομορφιά απ την ξερή, στεγνή, στείρα αλήθεια. Η σαγήνη που μας μαγνητίζει, κεφάλαιο με το κεφάλαιο, είναι αυτή του αδιευκρίνιστου, του μισοειπωμένου, του κρυμμένου νοήματος. Μένουμε κι εμείς εκστατικοί, ανήμποροι μπροστά στο θηριώδες αυτών των χαρακτήρων, αυτών των πράξεων, χωρίς να μπορούμε να τούς αποδώσουμε ακριβώς κίνητρα, αδυνατώντας να εντάξουμε τις συμπεριφορές σε λογικές κατηγοριοποιήσεις και έτσι να τις στερήσουμε από οποιαδήποτε μαγική ουσία. Ο Φώκνερ διατηρεί την μαγεία γιατί δεν εξηγεί. Αυτό είναι δουλειά των μυριάδων λόγιων, ακαδημαικών, φρουδιστών, μαρξιστών και κάθε είδους διανοούμενων που θα ασχοληθούν εξονυχιστικά με το έργο του τα επόμενα χρόνια και θα δώσουν τις δικές τους ερμηνείες. Για τον μεγάλο Αμερικάνο όμως η ερμηνεία είναι το φτωχότερο όπλο μας μπροστά στον αρμαγεδώννα του συναισθήματος. Οι πράξεις προκύπτουν απ τα συναισθήματα και μόλις σβήσουν δίνουν ώθηση σε άλλα συναισθήματα για να εμφανιστούν και να σαρώσουν την πραγματικότητα από τη φτώχεια της λογικής της.

Το “Φως τον Αύγουστο” είναι το κατεξοχήν μυθιστόρημα των πράξεων. Σε σύγκριση με το άλλο του εμβληματικό έργο, το “Η βουή και η μανία”, που ελάχιστα πράγματα συνέβαιναν, μοιάζει βαρυφορτωμένο σχεδόν, με γεγονότα. Αυτό το κάνει τόσο “Ντοστογιεφσκικό” και ταυτοχρόνως κλασσικό στην εκτέλεση του, που σχεδόν αποποιείται την πειραματική και μοντερνιστική διάθεση του κορυφαίου του έργου. Όταν όμως έγραφε το “Η βουή και η μανία” ο Φώκνερ, πίστευε πως έχει ξοφλήσει σαν συγγραφέας και γι αυτό δεν υπολόγιζε κανέναν από τους υφιστάμενους κανόνες, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει κάτι εντελώς πρωτόγνωρο, με το “Φως τον Αύγουστο” τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Λειτουργεί πια σαν επαγγελματίας, δοκιμάζει λιγότερο, ρισκάρει ελάχιστα. Ακόμα και με την χρονική “ακαταστασία” δεν φτάνει στα άκρα, αντιθέτως ρυθμίζει με τρόπο “φιλικό προς τον αναγνώστη” την ανάποδη σειρά, τα κομμάτια του τεμαχισμένου χρόνου σκορπίζονται πολύ πιο συμβατικά. Οι λόγοι του όμως δεν είναι αμιγώς εμπορικοί, προσπαθεί να προσεγγίσει το κλασσικό μυθιστόρημα με ένα πάθος ανάλογο εκείνου με το οποίο θέλησε να απομακρυνθεί από αυτό στο “Η βουή και η μανία”. Στο αριστούργημα εκείνο, θέλησε να αποδώσει το αβάσταχτο βάρος της πράξης, το ιλιγγιώδες χάος των συνεπειών της, ενώ στο “Φως τον Αύγουστο” θέλει να αφεθεί στην τρομακτική της θέα. Να γεμίσει το έργο του με πράξεις τόσο μεγάλες και συμπαγείς που ακόμα και οι ίδιοι οι ήρωες που τις διαπράττουν να μοιάζουν μικροί κάτω από τη σκιά τους. Στοιβάζοντας τα γεγονότα το ένα μετά το άλλο, συνδέοντας τα σαν κρίκους μιας ντετερμινιστικής αλυσσίδας αιτιών και αποτελεσμάτων, αγκαλιάζει με μοιρολατρικό σπαραγμό όλο το αναπόφευκτο γίγνεσθαι που πυροδοτεί η ανθρώπινη δράση. Μια δράση ανερμάτιστη, παράλογη, τυφλή και ασυλόγιστη. Θέλει να συγκρατήσει σε μια ακίνητη στιγμή το παθιασμένο στροβύλισμα των πράξεων, να σταματήσει το ποτάμι του χρόνου αν είναι δυνατόν, για να κοιτάξει το γυαλιστερό βότσαλο του γεγονότος και συνειδητοποιεί ότι αυτό δε γίνεται, άλλα βότσαλα περνάνε μέσα από το χέρι του, τα παρατηρεί για δευτερόλεπτα κι έπειτα πάλι γλιστράνε κι έρχονται άλλα. Πρόκειται για έναν φαταλιστικό παραλογισμό, κανείς δεν είναι ελεύθερος μέσα στο γίγνεσθαι που εξαπολύεται πριν απ αυτόν, συνεχίζει μαζί του, τον τραβάει στο ορμητικό του ρεύμα, μέχρι να τον τσακίσει σε έναν βράχο και να συνεχίσει τη ροή του, χωρίς αυτόν, απόλυτα αδιάφορο για την ασήμαντη απώλεια. Καθόλου παράξενο που αγάπησαν τη γραφή του οι υπαρξιστές, απόλυτη ελευθερία των πράξεων και ταυτόχρονα απόλυτη σκλαβιά μέσα στα δεσμά των συνεπειών τους, να ο κόσμος του Φώκνερ.

Κι όμως δεν πρόκειται για απαισιόδοξο έργο. Μέσα από όλο αυτό τον παγωμένο, αναπόδραστο πόνο, ένα παρήγορο φως (το φως του τίτλου ενδεχομένως;) ζεσταίνει τις καρδιές. Είναι η υπόσχεση της τεράστιας, αδάμαστης, απροσμέτρητης δύναμης της ανθρώπινης ψυχής, που πάλλεται από πίστη, καρτερικότητα, αντοχή και ελπίδα, κόντρα σε όλες τις αντίξοες συνθήκες ενός κόσμου σκληρού κι απάνθρωπου. Το παράλογο πείσμα των κεντρικών προσώπων του βιβλίου, κινητήρια και ασυγκράτητη δύναμη, δύναμη δημιουργίας και καταστροφής ταυτόχρονα, ζωγραφίζει την εικόνα ενός ιδιότυπου ηρωισμού, στον οποίο ο Φώκνερ υποκλίνεται και με τρόπο επιδέξιο, λεπτό και ευγενικό, καλεί κι εμάς να υποκλιθούμε. Λίγα βιβλία μετά τα αποκαλυπτικά μνημεία του Ντοστογιέφσκι, έχουν δώσει μια τόσο γλαφυρή αναπαράσταση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, μιας αξιοπρέπειας τόσο υπερβατικής και άγριας που αγγίζει τα όρια της αγιοσύνης και που σκαρφαλώνει από μόνη της στην κορυφή των αξιών, για τις οποίες αξίζει κανείς να θυσιάσει και τη ζωή του ακόμα. Ανατριχιαστική ιερότητα χωρίς θεούς και αγγέλους, ενός εγκόσμιου πεδίου μάχης, με τις ψυχές να ρίχνονται γεμάτες λαχτάρα στον αλληλοσπαραγμό τους, μόνο και μόνο για να κερδίσουν το δικαίωμα να υπάρχουν, ακόμα κι αν πρόκειται να αφανιστούν πάνω στην προσπάθεια. Τίποτα δε θαυμάζει περισσότερο απ αυτό ο Φώκνερ. Με την συνταρακτική εικόνα του Τζο Κρίστμας που αρνείται να γονατίσει και να προσευχηθεί, που δεν μπορεί να τον αναγκάσει να προσευχηθεί ούτε ο πόνος, ούτε οι ταπεινώσεις, ούτε η ίδια η αγάπη, δίνει για όλη την αιωνιότητα ένα σύμβολο απόκοσμης περηφάνιας, ικανό να φωτίζει τα σκοτάδια της ύπαρξης μέχρι το αναπόφευκτο τέλος…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Επίθεση Χρυσαυγιτών σε μέλη του ΣΥΡΙΖΑ

Γερμανία: Τριγμοί στον κυβερνητικό σχηματισμό;