in

«Καραμανλής και Τσίπρας, δύο λαοπρόβλητοι ηγέτες». Του Χρήστου Λάσκου

«Καραμανλής και Τσίπρας, δύο λαοπρόβλητοι ηγέτες». Του Χρήστου Λάσκου

Δανείζομαι τον τίτλο από τη ρήση ενός από τα καραμανλικά στελέχη της κυβέρνησής μας, του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης. Ενθουσιασμένος από την εξαιρετική απόφαση της ανεξάρτητης δικαιοσύνης, που απάλλαξε τους πάντες από τις ευθύνες για την υπόθεση του Βατοπεδίου, θεώρησε κατάλληλη τη στιγμή να μας ενημερώσει για τις θετικές ομοιότητες Καραμανλή και Τσίπρα, των δύο ιστορικών πρωθυπουργών, που μοιράζονται την ιδιότητα πως «δεν προέρχονται από τον εργαστηριακό σωλήνα της διαπλοκής και είναι απρόσβλητοι στους ιούς της».

Δεν είναι καταπληκτικό; Ακριβώς τη στιγμή που όλοι όσοι απέμειναν να ενέχονται δικαστικά –διότι οι άλλοι, πρωθυπουργός και υπουργοί, είχαν «απαλλαγεί» με το εξαιρετικά έντιμο κόλπο του κλεισίματος της Βουλής- «καθάρισαν» από ένα από τα πιο βρώμικα και απεχθή σκάνδαλα της νεοελληνικής ιστορίας, ένα μέλος της κυβέρνησης, στην οποία δεν έχει μείνει τίποτε σχεδόν να επικαλείται παρά τον «αγώνα κατά της διαπλοκής», λέει τα παραπάνω. Πρόκειται, μάλιστα, για αυτόν που κυβερνητικά επιλέχθηκε ως καθ’ ύλην αρμόδιος, λόγω προφανώς της εμπειρίας από την ΚΥΠ,  να τα … βάλει με τη διαπλοκή!

Το Βατοπέδι –κι ας λέει ό,τι θέλει η ανεξάρτητη δικαιοσύνη- είναι ογκώδες σκάνδαλο.

Και όποιος κάνει εμβριθείς τε και χαριτωμένες δηλώσεις του τύπου αυτού συντάσσεται με τη χειρότερη μορφή διαπλοκής.

Και η υπόλοιπη κυβέρνηση; Μουγκαφόν, του είδους, το οποίο απαράμιλλα άσκησε ο φίλτατος Καραμανλής, σε μια επίδειξη προπέτειας απέναντι στον ελληνικό λαό, για του οποίου τα σημερινά βάσανα είναι από τους πρώτους και βασικούς πολιτικούς υπεύθυνους. Αλλά να, βλέπετε … επέλεξε τη σιωπή και την περίσκεψη! 

Η κυβέρνηση, λοιπόν, επέλεξε επίσης τη σιωπή και την περίσκεψη. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος το μόνο που είχε να ψελλίσει ήταν πως οι αποφάσεις της δικαιοσύνης είναι αποδεκτές και μη αμφισβητήσιμες από την κυβέρνηση. Εκτός του ό,τι, όπως θυμόμαστε από την Όλγα Γεροβασίλη και τη φοβερή μάχη με τους καναλάρχες, το τελευταίο κάθε άλλο παρά ισχύει, η αντίδραση της κυβέρνησης απλώς «δεν υπάρχει».

Για πολλοστή φορά, σε θέματα όπου κανένας πιστωτής δεν παρεμβαίνει, επιλέγει να κινείται με όρους που ντροπιάζουν όχι την Αριστερά, αλλά το πιο κοινό κράτος δικαίου. Από την στάση απέναντι στην Εκκλησία και τον σύμμαχο συγκυβερνήτη Καμμένο και τον φράχτη του Έβρου, που επί Σαμαρά δολοφονούσε, ενώ τώρα σώζει ζωές, μέχρι την προστασία, με την κοινότατη χρήση της λέξης, διαφόρων άθλιων που απαλλάσσονται από μόνοι τους για τις δωροανταλλαγές δημόσιας περιουσίας.

Και οι πέτρες έχουν καταλάβει πως η διαρκής θωπεία προς την καραμανλική πτέρυγα της θατσερικής Δεξιάς υπήρξε μείζων επιλογή της «ηγετικής ομάδας» από πολύ νωρίς. Κάποιοι, μάλιστα, στο εσωτερικό της, τζιμάνια πραγματικά, θεώρησαν φαντάζομαι πως τέτοιες επιλογές συνιστούν εφαρμογή του γκαμσιανού πολέμου θέσεων στις ελλαδικές συνθήκες.

Όλα αυτά είναι προφανώς γελοία πράγματα. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι μόνο γελοία.

Γιατί, όπως πολύ καλά θα καταλάβουμε, αν λίγο σκεφτούμε, όλα αυτά φτιάχνουν συνθήκες αξιοποιήσιμες από τον διαχρονικό συνασπισμό εξουσίας στην χώρα μας.

Θέλω να πω, τον Καραμανλή, εμπορικό αντιπρόσωπο της (Ντόιτσε;) Μουγκαφόν στην Ελλάδα, τον προφυλάσσουν και τον προετοιμάζουν για τη «χρυσή» τελική εφεδρεία του συστήματος –καπιταλιστικού και διαπλεκόμενου, αδιακρίτως. Ο Τσίπρας, αν και λαοπρόβλητος, δεν θα αντέξει για πάντα, ο Κυριάκος θα έρθει στο ισοπεδωμένο πεδίο να ρημάξει ό,τι θα έχει απομείνει πλαγίως, έστω, όρθιο. Και τότε η τάξη θα αποκατασταθεί με ηγέτη τον Κώστα τον αδιάφθορο.

Σενάρια; Πράγματι σενάρια. Αλλά αληθινά σενάρια. Που κάποιοι όχι απλά τα σκέφτονται, αλλά και τα προετοιμάζουν. Και δεν χρειάζεται, χωρίς να πειράζει κιόλας, να είναι και της ΚΥΠ.     

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Το laissez-faire στη διάδοση ανεύθυνων μηνυμάτων είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Του Αλέξη Μπένου

Προβολή του δράματος του Μικελάντζελο Αντονιόνι, «Η Νύχτα»