in

Η απαισιοδοξία ως δύναμη. Του Χρήστου Λάσκου

Η απαισιοδοξία ως δύναμη. Του Χρήστου Λάσκου

Μέρες σαν κι αυτές ήταν, 7 Μαΐου 1940, που ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, κορυφαίος μαρξιστής θεωρητικός του μεσοπολέμου –ιδιότυπος λένε κάποιοι, αλλά ποιος μαρξιστής δεν είναι ιδιότυπος;- σε γράμμα του προς την Γκρέτελ Αντόρνο, αποκαλύπτει την ύπαρξη του έργου του «Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας», που ολοκλήρωσε μέσα στην άνοιξη στη Γαλλία, όπου ήταν εξόριστος.

Πρόκειται για το τελευταίο του κείμενο, μια και, λίγο καιρό μετά, στις 26 Οκτωβρίου 1940, αδυνατώντας να διαφύγει από τους ναζί μέσω Ισπανίας προς τις ΗΠΑ, θα αυτοκτονήσει στα Πυρηναία, ενώ ισπανοί συνοριοφύλακες οργανώνουν την απέλασή του στη Γαλλία του Βισύ.

***

Ο Μπένγιαμιν, ζώντας την άνοδο του ναζισμού και ταυτόχρονα αντιμετωπίζοντας τη διαστροφή και, εν τέλει, την εξόντωση του μπολσεβικισμού από τον Στάλιν, έχει πλήρη συνείδηση πως είναι «Μεσάνυχτα στον αιώνα», όταν διατυπώνει τις «Θέσεις».

Όπως έχει συνείδηση και του γεγονότος πως  η «φυσική πορεία των πραγμάτων» δεν οδηγεί «νομοτελειακά» στον εξανθρωπισμό της ζωής. Το αντίθετο ισχύει, ό,τι κι αν ισχυρίζονται οι κυρίαρχοι, στον καιρό του –και όχι μόνο, μαρξισμοί, οι οποίοι είναι βέβαιοι για το λαμπρό μέλλον.  

Να πώς το θέτει η Θέση ΙΧ, καρδιά του κειμένου του:

«Υπάρχει ένας πίνακας του Κλέε που ονομάζεται Angelus Novus. Απεικονίζει έναν άγγελο που μοιάζει έτοιμος να απομακρυνθεί από κάτι στο οποίο έχει στυλώσει το βλέμμα του. Τα μάτια του είναι γουρλωμένα, το στόμα του ανοιχτό, τα φτερά του αναπεπταμένα. Έτσι πρέπει να είναι η όψη που κατ’ ανάγκην έχει ο άγγελος της ιστορίας. Έχει το πρόσωπό του στραμμένο στο παρελθόν. Εκεί όπου παρουσιάζεται σ’ εμάς μια αλληλουχία γεγονότων, εκείνος βλέπει μόνο μία και μοναδική καταστροφή, η οποία δεν παύει να σωρεύει ερείπια επί ερειπίων και να τα εκτοξεύει μπρος στα πόδια του. Ο άγγελος θα ήθελε βέβαια να χρονοτριβήσει, να αφυπνίσει τους νεκρούς και να συνενώσει ότι είναι θρυμματισμένο. Όμως απ’ τη μεριά του παραδείσου πνέει μια θύελλα που παγιδεύεται στα φτερά του, μια θύελλα τόσο δυνατή που ο άγγελος δεν μπορεί πια να τα ξανακλείσει. Αυτή τον σπρώχνει ακαταμάχητα προς το μέλλον, στο οποίο έχει στραμμένη την πλάτη του, ενώ ο σωρός των ερειπίων μπροστά του φτάνει ως τον ουρανό. Αυτή η θύελλα είναι ό,τι εμείς αποκαλούμε πρόοδο»[1].

Η ιστορία, λοιπόν, είναι, κατά βάση, διαδικασία που σωρεύει ερείπια και οργανώνει ανθρωποθυσίες, υπό την αιγίδα των κυρίαρχων τάξεων.

Πράγμα που σημαίνει πως οι επαναστάτες, πολύ περισσότερο από το «να δουλεύουν για το μέλλον», έχουν υποχρέωση να αναλάβουν το ρόλο του εκδικητή του παρελθόντος. Στο όνομα των εκατοντάδων γενεών εκμεταλλευόμενων και θυσιασμένων ανθρώπων, για όλες τις επαναστάσεις που έχασαν από τον Αριστόνικο και τον Σπάρτακο κι έπειτα, για χιλιάδες χρόνια.  

Γιατί οι επαναστάσεις, μάλλον, δεν είναι η ατμομηχανή της ιστορίας, όπως μια διάσημη διατύπωση του Μαρξ λέει.

«[Ι]σως τα πράγματα παρουσιάζονται εντελώς διαφορετικά. Θα ήταν δυνατό οι επαναστάσεις να είναι η πράξη της ανθρωπότητας, που ταξιδεύει με αυτό το τρένο, να τραβήξει το φρένο έκτακτης ανάγκης».  Ο Λεβί θεωρεί πως η εικόνα υποβάλλει, ρητά, ότι αν η ανθρωπότητα επιτρέψει στο τρένο να ακολουθήσει την πορεία του –ήδη προδιαγεγραμμένη από τις ατσάλινες ράγες-, αν τίποτε δεν βρεθεί να σταματήσει την φρενήρη πορεία του, θα οδηγηθούμε στην καταστροφή, στο σοκ ή στην πτώση στην άβυσσο. «Αφημένη στον εαυτό της, η ιστορία θα παράγει καινούργιους πολέμους, καινούργιες καταστροφές, νέες μορφές βαρβαρότητας και καταπίεσης».

Αν είναι έτσι, λοιπόν, επανάσταση σημαίνει να μην «αφεθεί στον εαυτό της» η ιστορία. Που, πάει να πει, πως η δουλειά των ανθρώπων που το καταλαβαίνουν είναι να αναλάβουν την επείγουσα υποχρέωση να «οργανώσουν τον πεσσιμισμό»,  να αξιοποιήσουν την «μελαγχολική μοιρολατρεία» των απαισιόδοξων κάνοντάς την ισχύ.

Εδώ, η απαισιοδοξία αυτής της βαθιάς –υπαρκτικής- γνώσης, συνδυασμένη με την ανάμνηση των χαμένων αγώνων, που δόθηκαν ήδη, είναι, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, μοναδικό όπλο που μπορεί να κάνει πιθανή τη νίκη.

Απέναντι σε έναν εχθρό, από τον οποίο «κινδυνεύουν ακόμα και οι νεκροί».

***

Σήμερα, στο πλαίσιο μιας πρωτοφανούς κρίσης, οικονομικής, διατροφικής, ενεργειακής και, κυρίως, όσο κι αν το ξεχνάμε τελευταία, οικολογικής, οι «Θέσεις» είναι μοναδικά πολύτιμες.

Και ειδικά στη χώρα μας, όπου «δοκιμάζονται τα όρια», από αυτόν τον καπιταλισμό της καταστροφής, που δεν έχει σταματημό και δεν θα αφήσει κανέναν περιθώριο ανάσας σε όποιον τον αμφισβητεί ακόμη και ελάχιστα.

Προτείνω να διαβάσουμε τις λίγες σελίδες των «Θέσεων για την Φιλοσοφία της Ιστορίας», στη μνήμη όχι μόνο του Μπένγιαμιν, αλλά όλων όσων έχασαν και χάθηκαν.

Η νίκη, αν έρθει, θα είναι γι’ αυτούς και γι’ αυτές.



[1] Michael Löwy, Walter Benjamin: Προμήνυμα Κινδύνου, εκδόσεις Πλέθρον, 2004, σελ. 111. Η πιο πρόσφατη έκδοση στα ελληνικά των «Θέσεων για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας» είναι από τη «Λέσχη των κατασκόπων του 21ου Αιώνα».

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

«Ελεύθεροι»… κυκλοφορούν ακόμα οι «Τύποι». Του Δημήτρη Τρίμη

17ο Διεθνές Φεστιβάλ Κουκλοθεάτρου και Παντομίμας Κιλκίς