in

(ασφαλιστικό).

(ασφαλιστικό).

Γράφουν ο Νίκος Νικήσιανης και ο Χρήστος Μπακέλλας

Δόξα το θεό, πήγε πράγματι καλούτσικα η απεργία για το ασφαλιστικό. Γιατί, είπαμε[1], έχουν δίκιο κι οι φτωχοί αγρότες κι οι ψιλοάνεργοι δικηγόροι, αλλά ενώ η συζήτηση εντέχνως περιορίζεται στο θέμα της –πράγματι επώδυνης- αύξησης των εισφορών, το χειρότερο είναι η μείωση των συντάξεων για όλους και κυρίως για τους μισθωτούς.

Σύμφωνα βέβαια με την κυβέρνηση, όλη η μεταρρύθμιση γίνεται για να μην μειωθούν οι συντάξεις. Για να μην έχουμε όμως μνήμη χρυσόψαρου, αυτές μειώθηκαν ήδη με τα πρώτα προαπαιτούμενα του καλοκαιριού. Μετρήστε: μείωση της κατώτατης σύνταξης, αύξηση των κρατήσεων για την υγεία στο 6%, από το 4 στις κύριες και το 0 στις επικουρικές, σταδιακή κατάργηση ΕΚΑΣ και –κυρίως- αύξηση κατά δύο χρόνια των ορίων ηλικίας. Με βάση το προσδόκιμο ζωής της εργατικής τάξης μόνο αυτή η αύξηση αντιστοιχεί σε μείωση των συνολικών συντάξεων κατά τουλάχιστον 15%. Τώρα όμως, οι συντάξεις μειώνονται πολύ περισσότερο, με δύο κύριους τρόπους.

Πρώτο, μειώνονται τα ποσοστά αναπλήρωσης, το ποσοστό δηλαδή με το οποίο υπολογίζεται η (ανταποδοτική) σύνταξη ενός συνταξιούχου σε σχέση με το μισθό που έπαιρνε ως εργαζόμενος. Με βάση ένα σύνθετο τρόπο υπολογισμού, από τα προ-μνημονιακά επίπεδα του 80% πέφτουμε σε ποσοστά από 12% (για 15 χρόνια ασφάλισης) ως 47% (για 40 χρόνια). Μπορεί η κυβέρνηση να επιμένει ότι το 47 είναι μεγάλο, αλλά με την ανεργία στο 1/3 και τη μαύρη εργασία στα ύψη, είναι σίγουρο ότι η μεγάλη πλειοψηφία των σημερινών εργαζόμενων, όταν με το καλό φτάσει τα 67, θα έχει κλείσει πολύ λιγότερα χρόνια ασφάλισης από τα 40 και τα πραγματικά ποσοστά αναπλήρωσης θα είναι πιο κοντά στο 12, παρά στο 47. Αντίστοιχη είναι και η μείωση των ποσοστών για τις επικουρικές συντάξεις, των οποίων επιπλέον η καταβολή της δεν είναι εξασφαλισμένη καθόσον εξαρτάται από «αστάθμητους παράγοντες» ( δημοσιονομική κατάσταση- προσδόκιμο ζωής).

Ο δεύτερος τρόπος μείωσης της αναλογικής σύνταξης, είναι πιο διακριτικός, αλλά πιο αποτελεσματικός: ενώ μέχρι τώρα η σύνταξη υπολογιζόταν, με βάση τα παραπάνω ποσοστά, από το ύψος των τελευταίων μισθών των εργαζομένων, τώρα θα υπολογίζεται από το μέσο όρο ολόκληρου του εργασιακού βίου, ανεξάρτητα αν δουλεύεις, είσαι άνεργος, ημιαπασχολούμενος, κάνεις μεταπτυχιακό στο εξωτερικό κοκ. Ας υποθέσουμε π.χ. ότι μία εργαζόμενη στα 40 χρόνια του εργασιακού της βίου θα έχει κλείσει 10 χρόνια ανεργίας και παρατεταμένων σπουδών, 5 χρόνια μαύρης και αδήλωτης εργασίας, 5 χρόνια ημιαπασχόλησης με 300 ευρώ, και 20 χρόνια δουλειάς με μισθούς από 600 ως 1000 ευρώ(το σενάριο είναι μάλλον ευνοϊκό· οι περισσότεροι από εμάς θα το κρατούσαν). Σύμφωνα λοιπόν με το νόμο Κατρούγκαλου, αυτόν με το ταξικό πρόσημο, η αναλογική σύνταξη που θα πάρει η εργαζόμενή μας ανέρχεται στο ποσό των 93 ευρώ και 95 λεπτών. Ξανά: 93 ευρώ και 95 λεπτά. Πώς βγαίνει; 420 ευρώ το μήνα μέσο μηνιαίο εισόδημα για τα προαναφερόμενα 40 χρόνια, επί 16,8% ποσοστό αναπλήρωσης, με βάση τα 20 χρόνια ασφάλισης. Αυτά.

Όχι μόνο αυτά. Ο υπολογισμός της «σύνταξης» με βάση το μέσο ύψος όλου του «εργάσιμου βίου» είναι ακόμα πιο σατανικός: υπολογίζει ως συντάξιμη αποδοχή, χωρίς καμία προσαρμογή, το μισθό που έπαιρνε κάποιος πριν από 40 χρόνια. Αν για παράδειγμα το 1980 κάποιος έπαιρνε 9.000 δρχ., έναν κανονικό, χαμηλό μισθό της εποχής δηλαδή, ο οποίος, αν λάβουμε υπόψη μόνο τον τιμάριθμό αντιστοιχεί σήμερα σε 740 ευρώ, αυτά τα εννιά χιλιάρικα θα μετρήσουν τώρα για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών, ως 30 ευρώ το μήνα. Το τι σύνταξη βγαίνει με τέτοιες συντάξιμες αποδοχές, μπορεί να το υπολογίσει ο καθένας. Πρόκειται για κλοπή.

Σε αυτά τα ποσά βέβαια προστίθεται η Εθνική (sic) Σύνταξη των 384 ευρώ. Το βασικό όμως πρόβλημα εδώ είναι ότι η «Εθνική» δεν είναι ακριβώς σύνταξη, αλλά ένα κρατικό επίδομα, προνοιακού χαρακτήρα (το οποίο βέβαια προϋποθέτει 15 χρόνια ασφάλισης και 40 χρόνια παραμονής στη χώρα). Ως τέτοιο, είναι πολύ πιο ευάλωτο σε αναπροσαρμογές προς τα κάτω, ανάλογα με τα «δημοσιονομικά» (ήδη άλλωστε συνδέεται με την πορεία της οικονομίας, υποτίθεται για να αρχίσει να αυξάνεται με την ανάπτυξη που έρχεται), ενώ πολύ εύκολα μπορούν να μπουν σε αυτό εισοδηματικά και άλλα εξατομικευμένα κριτήρια· τα κριτήρια αυτά θα είναι άλλωστε μάλλονκαι η πρώτη υποχώρηση της κυβέρνησης στο πλαίσιο του ‘έντιμου συμβιβασμού’ με τους θεσμούς.

Το άθροισμα παραμένει πάλι δυσθεώρητα μικρό και μικρότερο ακόμα και από τις υφιστάμενες μνημονιακές συντάξεις, ό,τι και να λέει η κα. Γεροβασίλη. Απόδειξη, το εφεύρημα περί «προσωπικής διαφοράς», το οποίο υπόσχεται στους νυν συνταξιούχους να τους αποδίδει (ως το 2018 σύμφωνα με το νόμο, «για πάντα» σύμφωνα με το λόγο του υπουργού, ο οποίος είναι τόσο σπαθί που αρνείται να το γράψει και στο νόμο) τη διαφορά που προκύπτει ανάμεσα στον προηγούμενο και στο νέο τρόπο υπολογισμού. Είναι προφανές βέβαια ότι αν ήθελε να μην κινδυνεύσουν οι υφιστάμενες συντάξεις, θα μπορούσε να κρατήσει το παλιό τρόπο υπολογισμού, όπως έκαναν τουλάχιστον όλες οι προηγούμενες «μεταρρυθμίσεις». Και είναι ακόμα πιο προφανές ότι αυτή η «προσωπική διαφορά» διαχωρίζεται με αυτό τον τρόπο για να καεί πιο εύκολα προς εξευμενισμό των θεσμών· αν όχι σήμερα, αύριο.

Θα πει βέβαια κάποιος, τι να κάνουμε, αυτά έλεγε το μνημόνιο, τι θέλετε δηλαδή να βγούμε από το ευρώ και να γίνουμε αλβανία; Ναι, θα λέγαμε εμείς με χαρά, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Έχει όμως σημασία –λίγη έστω- ότι οι υπουργοί της κυβέρνησης έπαψαν πια το παραμύθι της στεναχώριας και του εκβιασμού. Υπερασπίζονται το ασφαλιστικό ως δική τους πρωτοβουλία (και ας περιλαμβάνονται αυτούσια κομμάτια του στο μνημόνιο), ως δίκαιη και αναγκαία μεταρρύθμιση με ταξικό πρόσημο, με στόχο ένα βιώσιμο ασφαλιστικό. Το ταξικό πρόσημο το είδαμε παραπάνω. Όσο για τη βιωσιμότητα, είναι από μόνη της ένα νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα: το θέμα είναι πόσα χρήματα, πόθεν προερχόμενα και από πού στερούμενα, αποφασίζει να ρίξει ένα κράτος για τη στήριξη των συντάξεων (ειδικά όταν έχει επί δεκαετίες απομυζήσει τα ασφαλιστικά ταμεία). Η ίδια η κυβέρνηση άλλωστε ισχυρίζεται ότι οι μειώσεις δεν επηρεάζουν τις υφιστάμενες συντάξεις, οπότε, αν έλεγε αλήθεια, θα υποθέταμε ότι δεν έχει και κανένα «δημοσιονομικό» όφελος τώρα, τη στιγμή της κρίσης.

Τέλος, με αυτά τα δεδομένα, ας αναρωτηθούμε το εξής: έρχεται ένας, ας πούμε συμβατικός και όχι στεναχωρημένος ή εκβιασμένος, νεοφιλελεύθερος πολιτικός, και ρωτάει τους σημερινούς εργαζόμενους: «θέλετε να πληρώνετε για όλη σας τη ζωή ασφαλιστικές εισφορές, για να πάρετε στα 67 σας 93,95 ευρώ για 7-8 χρόνια που θα σας έχουν απομείνει, ή θέλετε να τα παίρνετε όλα στο χέρι μπας και τη βγάζετε σήμερα, να μην πληρώνει και το αφεντικό εισφορές και να απογειωθεί κι η ανάπτυξη; Κι αν σας περισσεύουν, κάντε και μια ασφάλιση ζωής στην ιντεραμέρικαν ή πάρτε μία κάρτα υγείας από τον Κωνσταντίνου, για να έχετε το κεφάλι σας ήσυχο». Τι λέτε ότι θα απαντούσαν οι περισσότεροι;

Πιθανότατα δεν θα γίνει. Όμως, είναι σαφές ότι με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που ασκεί η σημερινή κυβέρνηση σπρώχνει όλο το πολιτικό σκηνικό, το συσχετισμό δυνάμεων, την κοινωνία προς τα δεξιά και ανοίγει το δρόμο στην κανονική δεξιά. Η αριστερή παρένθεση θα κλείσει με μία δεξιά παρένθεση, όπως επιβάλλει άλλωστε κι η γραμματική. Μετά τις παρενθέσεις, ας ελπίζουμε να ακολουθήσει –πάλι ως είθισται γραμματικώς- μία τελεία· και μετά, μία νέα πρόταση.

Photo Credit: salata.wordpress.com

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μια ξεχασμένη «σημαία». Του Γιώργου Αρχοντόπουλου

Σβήσε μου το Γέλιο, του Άκη Δήμου, στο θέατρο Blackbox