in

Από την κλιματική αλλαγή στην κλιματική κρίση ή ποιους και ποιες αφορά η κλιματική κρίση

Από την κλιματική αλλαγή στην κλιματική κρίση ή ποιους και ποιες αφορά η κλιματική κρίση

Υπάρχει ένα στιγμιότυπο από την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτείων κατά τη δεκαετία του 1960 που έχει ενδιαφέρον. Τότε, εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, αναπτύχθηκαν σημαντικές κοινωνικές ανησυχίες για την πιθανότητα ενός πυρηνικού πολέμου. Η κυβέρνηση της χώρας αποφάσισε να «καθησυχάσει» τους πολίτες με μηνύματα μέσω της τηλεόρασης και του Τύπου.

Tου Γιώργου Βελεγράκη

Το διά ταύτα ήταν απλό: σε περίπτωση πυρηνικής έκρηξης αρκεί ο κόσμος να τρέξει γρήγορα στο σπίτι του, να κλείσει καλά τα παράθυρα και να μπει κάτω από ένα τραπέζι ή ένα κρεβάτι. Την ίδια στιγμή, στις εύπορες γειτονιές οι πλούσιοι της χώρας έστηναν πυρηνικά καταφύγια κάτω από τα σπίτια τους…

Οι εύκολες και απευθείας αντιστοιχίσεις με το σήμερα και το σύγχρονο «Αρμαγεδδώνα» που ονομάζεται κλιματική κρίση, σίγουρα θα μας οδηγήσουν σε γενικεύσεις και λάθος ερμηνείες. Ωστόσο, βρίσκουμε αναλογίες, στις οποίες αξίζει να σταθούμε λίγο παραπάνω. Δεν είναι ακριβώς αφέλεια, αλλά κυρίως αδυναμία και απροθυμία από τους κυβερνώντες και τους διαχειριστές αυτού του συστήματος να ασχοληθούν σοβαρά με το ζήτημα του κλίματος και της ανάσχεσης των κοινωνικών συνεπειών από την αλλαγή του. Εξάλλου, για τους ίδιους, η οικονομία κυριαρχεί. Η οικονομία ή ορθότερα η αγορά είναι αυτή που πρέπει να σωθεί και η πίστη σε αυτή. Μέσα από αυτή (ίσως να) προσφέρονται λύσεις και για το μετριασμό των κοινωνικών συνεπειών από την τρέχουσα κλιματική κρίση. Η αγορά είναι η βάρκα που θα μας σώσει από έναν Τιτανικό που βουλιάζει. Χωράνε όμως όλοι και όλες στις βάρκες;

Ας ξεκινήσουμε όμως από τα δεδομένα. Η περσινή ειδική αναφορά της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) είναι αρκετά ξεκάθαρη. Απαιτούνται πιο δραστικά μέτρα για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής καθώς τα μέχρι τώρα δεν επαρκούν. H επιτροπή σημειώνει τις συνέπειες από την άνοδο της θερμοκρασίας άνω του 1.5 βαθμού Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα και προτείνει προς τα κράτη να αναπτύξουν άμεσα μέτρα για να μη συμβεί αυτό. Κάπου εκεί γεννιέται και ο όρος κλιματική κρίση. Η διεθνής κοινότητα δεν μιλάει πλέον για αλλαγή αλλά για κρίση. Δεν είναι πλέον ζήτημα μεταβολών στο κλίμα στις οποίες καλούμαστε να προσαρμοστούμε, αλλά μια κρίση που αν παραμείνει θα επιφέρει ανυπολόγιστες συνέπειες στον κόσμο μας, τουλάχιστον όπως τον ξέρουμε μέχρι σήμερα.

Την ίδια στιγμή αναπτύσσεται στο δημόσιο διάλογο μια (παρα)φιλολογία κατά πόσο οι επιστημονικές μετρήσεις και ενδείξεις του IPPC είναι πραγματικές ή εξυπηρετούν κάποιο «πράσινο λόμπι» που θέλει να επωφεληθεί από την κλιματική κρίση και να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του. Αυτές οι θέσεις έχουν σημαντική απήχηση, από τον Τραμπ και τις πολυεθνικές αυτοκινητοβιομηχανίες μέχρι σε συνδικάτα εργαζόμενων στη βιομηχανία (ας μην ξεχνάμε την ανακοίνωση της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ το 2017 για «την καλοστημένη μηχανή της κλιματικής αλλαγής και την απάτη των μεγάλων συμφερόντων») και κομμάτια της Αριστεράς. Οι εκφραστές αυτών των θέσεων συνήθως καταλήγουν με το ευφυολόγημα πως «προφανώς και μας ενδιαφέρει η προστασία του περιβάλλοντος». Όταν όμως η προστασία πρέπει να μεταφραστεί σε συγκεκριμένα μέτρα και πολιτικές που αγγίζουν τον πυρήνα της καπιταλιστικής παραγωγής και κατανάλωσης, τότε ως διά μαγείας έρχονται στην επιφάνεια του δημόσιου διαλόγου τα «μεγάλα συμφέροντα».

Δεν θα πρέπει να είμαστε αφελείς να πιστέψουμε ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα συμφέροντα που θέλουν να μετατρέψουν την κρίση σε ευκαιρία για πλουτισμό και νέους κύκλους συσσώρευσης κεφαλαίου. Ούτε θα πρέπει να πιστέψουμε ότι ο επιστημονικός λόγος, όπως εκφράζεται για παράδειγμα από το IPCC, δεν εμπεριέχει τα δικά του όρια και τις δικές του οικονομικές, κοινωνικές, τεχνολογικές και πολιτικές δεσμεύσεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ανθρωπογενής επίδραση στο περιβάλλον και το κλίμα είναι κατασκεύασμα.

Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και κατανάλωσης και η κυριαρχία της αγοράς, είτε μας αρέσει είτε όχι, δημιουργούν τεράστια προβλήματα στο περιβάλλον, την ανθρώπινη καθημερινότητα, την υγεία μας και κυρίως την πρόσβασή μας στα φυσικά αγαθά. Και αυτή η διαπίστωση δεν αφορά ένα μακρινό μέλλον, αλλά είναι ήδη δίπλα μας. Η κλιματική κρίση δεν θα λάβει σάρκα και οστά όταν ένα τσουνάμι πνίξει τη Νέα Υόρκη ή πλημμυρίσει το Λονδίνο. Η κλιματική κρίση βρίσκεται ήδη εδώ: Στις πάμπολλες περιοχές που δεν έχουν πρόσβαση στο νερό, στους κλιματικούς πρόσφυγες που λόγω ξηρασίας ψάχνουν νέες καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης, στους εργαζόμενους των εξορυκτικών βιομηχανιών που συνήθως πεθαίνουν από καρκίνο και στους χιλιάδες αόρατους των μεγαλουπόλεων που βιώνουν την ενεργειακή φτώχεια. Δεν πρόκειται για μια «αποκάλυψη» που την αναμένουμε ανήμποροι να αντιδράσουμε, αλλά για μια συγκεκριμένη κοινωνικοοικολογική συνθήκη που ο καπιταλισμός έχει δημιουργήσει ήδη από τη γέννησή του και συνεχίζει να διευρύνει: Το περιβάλλον είναι ένα ακόμα πεδίο κερδοφορίας και η κοινωνική αναπαραγωγή ή η υγεία των ανθρώπων έχει νόημα στο βαθμό που εξυπηρετεί την παραγωγή και την κυριαρχία της αγοράς.

Αν ο καπιταλισμός, η συλλογική παραγωγή και κατανάλωσή μας είναι στο απυρόβλητο, τότε «είναι εύκολο» για την αστική τάξη και τους πολιτικούς εκφραστές της να παράξουν πολιτικές που δεν αναφέρονται στον κοινωνικο-οικολογικό μετασχηματισμό αλλά στην προσαρμογή. Και μάλλον αυτό βλέπουμε σε μεγάλο βαθμό σήμερα:

Υπάρχει μια μερίδα της αστικής τάξης που θεωρεί πως πράγματι δεν υφίσταται πρόβλημα. Είναι αυτοί που μιλάνε για το κατασκεύασμα της κλιματικής κρίσης, όχι μόνο για επικοινωνιακούς λόγους αλλά γιατί το πιστεύουν. Η πίστη στο «τέλος της Ιστορίας» τους καθορίζει και με βάση αυτήν ορίζουν τις πολιτικές τους. Η αγορά, για αυτούς, έχει πάντα τη λύση. Μέσα από ένα σύστημα τιμών, προσφοράς και ζήτησης, οι εξωτερικότητες στο περιβάλλον μετριάζονται. Απαιτείται μόνο προσαρμοστικότητα στις νέες συνθήκες.

Μια άλλη μερίδα, ίσως λίγο πιο πονηρή, αναγνωρίζει την κρισιμότητα της κατάστασης αλλά θεωρεί πως δεν την αφορά. Για αυτήν η κλιματική κρίση, είναι κάτι αρκετά μακρινό. Θεωρεί, ότι με τη δύναμη του χρήματος και της εξουσίας μπορεί συνεχώς να αγοράζει την πρόσβαση στη υγεία, την ποιότητα ζωής, ακόμα και στο ίδιο το περιβάλλον. Είναι, ίσως, αυτό το 1% που βρισκόμενο συνεχώς αγκαλιά με τα χρήματά του, είναι βέβαιο πως αυτά θα του προσφέρουν και τη σωτηρία. Όσο το νερό, ο αέρας ή η θάλασσα θα σπανίζουν, αυτοί θα έχουν μόνιμη πρόσβαση μέσω της καταναλωτικής τους δύναμης. Όσο τα κρούσματα του καρκίνου, λόγω της ρύπανσης του περιβάλλοντος, θα αυξάνονται, αυτοί θα αγοράζουν τις πιο εξελιγμένες θεραπείες.

Η τρίτη έκφραση είναι αυτή της ανημπόριας. Η κλιματική κρίση είναι κάτι «πολύ μεγάλο, πέρα από τις δυνάμεις μας» για το οποίο τελικά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Η κλιματική κρίση αποπολιτικοποιείται, μετουσιώνεται σε ένα «φυσικό φαινόμενο» το οποίο δεν έχει αιτίες και υπαίτιους. Με αυτό τον τρόπο γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος στον οποίο φορτώνονται πολιτικές αδυναμίες, απροθυμίες δραστικών πολιτικών και ανεπάρκειες. Σε κάθε «καταστροφή» όπου ο εκάστοτε κρατικός μηχανισμός δεν ανταποκρίνεται σωστά, γίνεται λόγος για την κλιματική κρίση.

Μάλλον αισθανόμαστε όλοι και όλες ότι κάτι δεν πάει καλά με τις παραπάνω αφηγήσεις και πολιτικές επιλογές. Αισθανόμαστε ότι είναι τελείως λάθος και επικίνδυνη μια ρητορική που θέλει να διατηρήσει την υπάρχουσα κατάσταση με κάθε κόστος. Ότι η οικολογική και κοινωνική κρίση δεν μπορεί να καταστεί διαχειρίσιμη με τη βοήθεια απλών τεχνικών και οργανωτικών προσαρμογών. Ότι οι προσπάθειες της ελίτ για τη μείωση της καταστροφής σε μια κρίση που απαιτεί μόνο «καλή», «συμμετοχική» και «οικολογική» διαχείριση αυξάνει την ανασφάλεια και, ειδικότερα, επιδεινώνει την καταστροφή που ήδη βιώνουν πολλοί και πολλές.

Εδώ, κάνουν (ή πρέπει να κάνουν πιο δυναμικά) την εμφάνισή τους τα κοινωνικοοικολογικά κινήματα. Τα κοινωνικοοικολογικά κινήματα μαζί με μια νέα αντίσταση στην καπιταλιστική ανάπτυξη που θα είναι ταυτόχρονα και παρέμβαση σε πολλαπλά επίπεδα: στην επεξεργασία θέσεων και εναλλακτικών προτάσεων που σκιαγραφούν ένα αντιδιαμετρικό υπόδειγμα, στην ευρύτερη δυνατή συλλογική κινηματική δράση, στο συντονισμό των αντιστάσεων και των κινημάτων απέναντι στις εφαρμοζόμενες πολιτικές και στην επιδίωξη μικρών και μεγάλων κατακτήσεων, ως αφετηρίες επόμενων αγώνων. Η συλλογική διαχείριση των κοινών και του περιβάλλοντος δεν είναι το πρόβλημα, όπως υποστηρίζουν οι ελίτ σήμερα. Το πρόβλημα είναι ο αντιδημοκρατικός χαρακτήρας του σημερινού τρόπου διαχείρισης όπως αυτός εκφράζεται σήμερα. Αυτό δεν σχετίζεται με τις τρέχουσες ελλείψεις των θεσμικών και εκλογικών μηχανισμών, αλλά με κάτι βαθύτερο: Με τη συνεχή τάση ενός συστήματος να αποκλείει τους πολλούς, να εγκολπώνει το περιβάλλον ως νέο πεδίο κερδοφορίας και να επιδεινώνει την καθημερινότητα, τις κοινωνικοοικολογικές μας σχέσεις. Τα νέα περιβαλλοντικά κινήματα ανά τον κόσμο μας δίνουν κάποιες κατευθύνσεις αλλά όχι σίγουρους δρόμους. Απαιτείται ταυτόχρονα η ριζική αμφισβήτηση του κυρίαρχου μοντέλου ανάπτυξης, του παραγωγισμού και της ιδεολογίας της εκθετικής μεγέθυνσης και συσσώρευσης. Χωρίς «ναι μεν, αλλά…».

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Δελτίο Θυέλλης (Νοέμβριος 2019), έκδοση του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα.

Πηγή: kokkoi.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

#60tiff Yπάρχει Θεός και το όνομά του είναι Πετρούνια

Η δύναμη της αλήθειας