in ,

[Alterthess Συνέντευξη] Γ. Τσιάκαλος: Μια κυβερνητική αποτυχία αποτελεί ανεπίτρεπτη πολυτέλεια

[Alterthess Συνέντευξη] Γ. Τσιάκαλος: Μια κυβερνητική αποτυχία αποτελεί ανεπίτρεπτη πολυτέλεια

Πριν λίγες ημέρες στα ράφια των βιβλιοπωλείων κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Γιώργου Τσιάκαλου, ομότιμου καθηγητή παιδαγωγικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τίτλο “Για τη ναζιστική ακροδεξιά και την πολιτική καθημερινότητα στην εποχή της κρίσης”. Με αφορμή λοιπόν τη νέα έκδοση μιλήσαμε για τη Χρυσή Αυγή, την εκπαίδευση, το δημόσιο λόγο και τη πολιτική με έναν άνθρωπο που επιλέγει καθημερινά να παρεμβαίνει είτε με τα γραπτά του είτε με τη παρουσία του στη ζωή της πόλης. Θα τον συναντήσατε τους τελευταίους μήνες στην ΕΡΤ3, στις συζητήσεις στην Τούμπα για το φιλοξενείο προσφύγων, σε εκδηλώσεις στα σχολεία ενάντια στο ρατσισμό και σε πολλά άλλα.

Συνέντευξη στην Κατερίνα Μπακιρτζή

Τι θα διαβάσουμε σε αυτή την έκδοση;

Είναι μια συλλογή άρθρων και συνεντεύξεών μου σε διάφορα έντυπα τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Αφορούν την πολιτική επικαιρότητα, και, συνεπώς, το περιεχόμενό τους ορίζεται από αυτήν. Με την πεποίθηση πολλών ανθρώπων, ότι τα προβλήματα των τελευταίων ετών θα δεσπόζουν και τα επόμενα χρόνια και ότι γι’ αυτό οι παρεμβάσεις μου θα έχουν κάποια πρακτική αξία, αποδέχτηκα την πρόταση να εκδοθούν σε ένα τόμο -«κι ας μείνουν αχρείαστα», όπως γράφω στον πρόλογο εκφράζοντας την ελπίδα ότι παρεμβάσεις σαν τις δικές μου δεν θα χρειάζονται στο μέλλον.

Πόσο επηρεάζουν σήμερα τις ζωές των ανθρώπων, όσοι παρεμβαίνουν συστηματικά στο δημόσιο λόγο; Απόρροια μιας τέτοιας παρέμβασης από πλευράς σας είναι και το βιβλίο;

Αν κανείς παρεμβαίνει συστηματικά στο δημόσιο λόγο με μικρές παρεμβάσεις έχοντας κατά νου ν’ αλλάξει με αυτόν τον τρόπο ριζικά τον κόσμο προφανώς θ’ απογοητευτεί βλέποντας στην πράξη την εμβέλεια της δουλειάς του. Το ίδιο ισχύει και για όσους θεωρούν ότι θα επηρεάσουν αποφασιστικά την κεντρική πολιτική σκηνή και θα την αλλάξουν αρθρογραφώντας στις μεγάλες εφημερίδες, όπως π.χ. συνέβαινε για πολλά χρόνια με όσους και όσες αρθρογραφούσαν στο ΒΗΜΑ. Γιατί, από άλλες δυνάμεις και μέσα από άλλους μηχανισμούς διαμορφώνεται η κεντρική πολιτική, και οι αρθρογράφοι στα κυρίαρχα ΜΜΕ απλώς συμβάλλουν στη χειραγώγηση όταν υποστηρίζουν τις κεντρικές πολιτικές επιλογές, ενώ τις νομιμοποιούν προσδίδοντας σ’ αυτές δημοκρατική επίφαση όταν την αμφισβητούν. Όπως έγραψα πολύ παλιά στην ΑΥΓΗ, η έννοια του διανοούμενου πρωτοεμφανίστηκε με ένα άρθρο στη μικρή AURORE (ΑΥΓΗ!) και με τίτλο “Κατηγορώ!». Αναφερόταν σε μια συγκεκριμένη υπόθεση, αφορούσε ένα μεγάλο πολιτικό θέμα –τον αντισημιτισμό και τη διαπλοκή πολιτικής εξουσίας και δικαιοσύνης- και ταυτόχρονα υπερασπιζόταν στο πρόσωπο ενός ανθρώπου, του Ντρέυφους, τη θεμελιώδη αξία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Ομολογώ ότι από αυτήν την αρχή οδηγούμαι πάντοτε στις παρεμβάσεις μου: αφορούν υπαρκτούς ανθρώπους (και όχι γενικά «την ανθρωπότητα»), των οποίων τα προβλήματα είναι προϊόν εφαρμογής συγκεκριμένων αρνητικών πολιτικών ή παράλειψης ή παρεμπόδισης των αναγκαίων θετικών πολιτικών. Το ότι αυτό οδηγεί συχνά στην ανάγκη μιας θεωρητικής και επιστημονικής θεμελίωσης αυτών που γράφω, και άρα πρέπει να αντλήσω, πέραν από τις αριστερές αρχές και παρακαταθήκες μου, και από τις δυνατότητες που έχω ως επιστήμονας, συμβάλλει πιθανόν και στη δυνατότητα χρήσης των παρεμβάσεών μου για τη διαμόρφωση της κεντρικής πολιτικής. Αλλά αυτό δεν είναι δική μου υπόθεση, είναι υπόθεση των ιθυνόντων, που έχουν την ευχέρεια να κάνουν χρήση τους ή να μην κάνουν.

Και επειδή είναι πονηροί οι καιροί, ας διευκρινίσω ότι εννοώ «να κάνουν χρήση των επιστημονικών εργασιών μου και των εμπειριών από τις παρεμβάσεις μου», όχι του προσώπου μου. Ως προς τη χρησιμοποίηση του πρόσωπου μου απαντώ και σήμερα με τον ίδιο τρόπο που έκανα αρκετές φορές στο παρελθόν, όταν μου απευθύνονταν προτάσεις για «αξιοποίησή» μου από κυβερνήσεις: έλεγα «δεν είμαι οικόπεδο για να αξιοποιηθώ, είμαι άνθρωπος με ξεκάθαρες πολιτικές ιδέες, που τις εφαρμόζω στην καθημερινή μου πράξη χωρίς την ανάγκη αξιοποίησής μου από την εκάστοτε εξουσία. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αυτή δεν ανταποκρίνεται στις δικές μου αξίες και πολιτικές ιδέες». Έκφανση αυτής της θέσης μου αποτελούν οι μικρές μου συχνές παρεμβάσεις που αποτυπώνονται και σ’ αυτό το βιβλίο. Παρεμπιπτόντως: προσωπικά είχα επιλέξει ως τίτλο του βιβλίου «Μικρές παρεμβάσεις στην πολιτική καθημερινότητα».

Τη Δευτέρα 20 Απριλίου ξεκίνησε μια ιστορική δίκη. Η δίκη της Χρυσής Αυγής. Ποιες είναι οι πρώτες σας σκέψεις; Πρόκειται για την πρώτη θεματική κειμένων στο βιβλίο.

Είναι πράγματι μια ιστορική δίκη και ελπίζω ότι θα αποτελέσει ως προς τη διεξαγωγή και την ετυμηγορία μια θετική σελίδα στην Ιστορία μας. Αυτό δεν εξαρτάται μόνον από την επιστημοσύνη και την ακεραιότητα των δικαστών, αλλά εξαρτάται κυρίως από τη δουλειά της εισαγγελικής αρχής, τη συνεισφορά της πολιτικής αγωγής και την ωριμότητα των μαρτύρων. Επιπλέον εξαρτάται από τον τρόπο που θα προσληφθούν από την κοινή γνώμη όσα θα συμβαίνουν μέσα στην αίθουσα. Ας εξηγήσω τι εννοώ.

Πρόκειται για μια δίκη με κατηγορούμενους τα ηγετικά μέλη και τα εκτελεστικά όργανα μιας εγκληματικής οργάνωσης, που συστάθηκε για να πραγματοποιήσει τιμωρητέες πράξεις του ποινικού δικαίου, και ήδη το έκανε σε πολλές περιπτώσεις. Αυτή είναι η κατηγορία που καλείται να εξετάσει το δικαστήριο. Οι κατηγορούμενοι βεβαίως απορρίπτουν την κατηγορία και ισχυρίζονται ότι δικάζονται για την ιδεολογία, το πολιτικό πρόγραμμα και τη συναφή δραστηριότητά τους που, δήθεν, δεν περιλαμβάνει εγκληματικές πράξεις.

Είναι αλήθεια ότι πρόκειται για μια ιδιαίτερη περίπτωση. Όποιος θεωρεί ότι είναι μια παρόμοια δίκη με αυτές που αφορούν τις διάφορες συμμορίες «ανθρώπων της νύχτας» (οι οποίες μοναδικό σκοπό έχουν τον παράνομο προσπορισμό χρημάτων) δεν έχει επίγνωση όλων των διαστάσεών της. Όποιος πάλι θεωρεί ότι εδώ δικάζονται άνθρωποι για τις ιδέες τους και όχι για τις πράξεις τους, κάνει τεράστιο λάθος. Η αλήθεια είναι ότι εδώ δικάζονται άνθρωποι με μια ιδεολογία που από τη φύση της αρνείται στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα σε πολλούς ανθρώπους, ακόμη και το δικαίωμα στη ζωή. Αλλά δεν δικάζονται για την ιδεολογία τους, δικάζονται για το γεγονός ότι συνέπηξαν οργάνωση (πολιτικό κόμμα και διάφορες δορυφορικές οργανώσεις), έφτιαξαν πρόγραμμα και προχώρησαν σε δραστηριότητες με στόχο την εφαρμογή στην πράξη των εγκληματικών στοιχείων της ιδεολογίας τους. Δηλαδή, οι συγκεκριμένες πράξεις που βρίσκονται στο κατηγορητήριο είναι απόρροια της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης που έχει τη μορφή πολιτικού κόμματος. Να γίνει λοιπόν ξεκάθαρο: Κανείς δεν διώκεται για τις ιδέες που έχει, ακόμη και για τις πιο βάρβαρες και εγκληματικές – όμως η λειτουργία οργάνωσης για επιτέλεση πράξεων με σκοπό την εφαρμογή αυτών των ιδεών προφανώς τιμωρείται αυστηρά. Αυτό έχουμε στη συγκεκριμένη περίπτωση.

«Δεν είναι πολιτική δίκη, αφού αφορά πολιτικό κόμμα και πολιτική ιδεολογία;», αναρωτιέται ρητορικά και ιδιαίτερα υποκριτικά η Χρυσή Αυγή. Όμως κανέναν δεν ξαφνιάζει η συγκεκριμένη ρητορεία της ναζιστικής ακροδεξιάς, καθώς ίδια ακριβώς είναι εδώ και επτά δεκαετίες η ρητορεία τους για τις δίκες με κατηγορούμενους γερμανούς ναζί που στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν υπεύθυνοι για μαζικά εγκλήματα. Με το επιχείρημα αυτό οι ναζί σε όλο τον κόσμο διαχρονικά αρνούνται τη νομιμότητα της Δίκης της Νυρεμβέργης. Αλλά, για μεγάλη απογοήτευση των κατηγορουμένων της Χρυσής Αυγής, η πρώτη χώρα που αναγνώρισε τη νομιμότητα της Δίκης της Νυρεμβέργης (πέραν από τις τέσσερεις νικήτριες δυνάμεις) ήταν η Ελλάδα, και σε εκείνη τη δίκη καταδικάστηκε ως εγκληματική οργάνωση το ναζιστικό κόμμα και μάλιστα από την πρώτη στιγμή που συγκροτήθηκε σε κόμμα με σκοπό την εφαρμογή της ιδεολογίας και του προγράμματός του. Η απόφαση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να είναι αυτομάτως υπόδικα όλα τα ανώτερα στελέχη του κόμματος. Το αν στο τέλος καταδικάζονταν ή όχι, εξαρτιόταν από το είδος συμμετοχής τους στο κόμμα ή/και στην επιτέλεση των εγκληματικών πράξεων.

Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο βρισκόμαστε κι εμείς σήμερα, και η δίκη θα είναι ιστορικά σημαντική εάν διεξαχθεί με τον τρόπο και τη λογική που έγινε η Δίκη της Νυρεμβέργης. Δηλαδή, με αποκάλυψη του ναζιστικού χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής, που από μόνος του αποδεικνύει τον εγκληματικό της χαρακτήρα. Γι’ αυτό άλλωστε τα υπόδικα στελέχη της Χρυσής Αυγής, που παλιότερα φωτογραφίζονταν με αγκυλωτούς σταυρούς και υμνούσαν τον Χίτλερ, σήμερα διαχωρίζουν -στα λόγια!- τη θέση τους από τον ναζισμό. Γι’ αυτό, από την άλλη μεριά, οι δικές μου παρεμβάσεις για τη Χρυσή Αυγή, που αποτυπώνονται στο βιβλίο, αφορούσαν στην ανάδειξη του ναζιστικού της χαρακτήρα, στις καταστροφικές συνέπειες της ύπαρξής της για την κοινωνία και τη χώρα, και στον ανορθολογικό και εγκληματικό χαρακτήρα της ιδεολογίας της.

Πόσο πιστεύετε ότι έχει επηρεάσει το κοινωνικό σύνολο η εμφάνιση του φαινομένου της Χρυσής Αυγής; Αποτελεί φαινόμενο της κρίσης ή ένα ιδεολογικοπολιτικό χώρο που προϋπήρχε;

Η Χρυσή Αυγή προσπάθησε συστηματικά, δηλαδή με σεμινάρια και στοχευμένη αρθρογραφία, να κάνει τη ναζιστική ιδεολογία τρόπο θεώρησης του κόσμου. Θεωρώ ότι δεν κατάφερε αυτό που έλπιζε και προσδοκούσε. Η εμπειρία μου από συζητήσεις σε σχολεία, όπου είχαν σχηματιστεί κάποιοι μικροί αλλά θορυβώδεις πυρήνες της Χρυσής Αυγής, δείχνει ότι ο ανορθολογισμός της ναζιστικής ιδεολογίας εύκολα αποκαλύπτεται και στη συνέχεια εύκολα αποδομείται. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει κανείς να γνωρίζει ότι πρόκειται για κοσμοθεωρία (δηλαδή για μια συγκροτημένη αντίληψη και ερμηνεία της ανθρώπινης ιστορίας), η οποία αντίκειται στον ορθό λόγο και τρέφεται από διάφορα κοινωνικά ρεύματα που έχουν μέσα τους το στοιχείο του ανορθολογισμού (χωρίς από μόνα τους να είναι επικίνδυνα). Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι το κίνημα του ρομαντισμού, που φυσικά έχει μεγάλη αξία στο πεδίο των τεχνών.

Στο ερώτημα, λοιπόν, εάν πρόκειται για ιδεολογικοπολιτικό χώρο, η απάντηση είναι προφανής, και δεν καταλαβαίνω την ύπαρξη διαφορετικών εκτιμήσεων ως προς αυτό: προφανώς πρόκειται για ένα πολιτικό χώρο με πλήρως συγκροτημένη ιδεολογία, η οποία εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα προτείνοντας να κατανοηθεί και να ερμηνευτεί η ανθρώπινη ιστορία ως αποτέλεσμα φυλετικών συγκρούσεων (εννοώ το έργο του Ντε Γκομπινό «Δοκίμιο για την ανισότητα των ανθρώπινων φυλών»). Αυτή, ενσωματώνοντας αργότερα τον κοινωνικό δαρβινισμό, οδήγησε στη συγκρότηση οργανώσεων και κομμάτων, με πιο γνωστό το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του Χίτλερ. Επρόκειτο, λοιπόν, για κίνημα που είχε μάλιστα στους κόλπους του διάσημους φιλοσόφους, λογοτέχνες και επιστήμονες, όπως είχε βεβαίως και κοινούς εγκληματίες, γι’ αυτό δεν επιτρέπεται να υποτιμούμε τη δύναμη που μπορούν να έχουν οι ιδέες τους σε αδαείς ανθρώπους, όταν μένουν αναπάντητες. Να έχουμε στο νου μας πάντα ότι κοντά στα τάγματα εφόδου, στους Γιοσμάδες και στους Ρουπακιάδες, υπάρχουν και ο Χαϊντέγκερ, ο Χάμσουν, ο Πάουντ και αρκετοί άλλοι ακόμη και με βραβεία Νόμπελ στις φυσικές επιστήμες. Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε αρκετή δουλειά, η οποία ευτυχώς έχει ήδη ξεκινήσει, ιδιαίτερα στην εκπαιδευτική κοινότητα, και γι’ αυτό είμαι απολύτως αισιόδοξος για τη συνέχεια.

Τώρα σχετικά με τη σχέση ανάμεσα στην κρίση και στην ενδυνάμωση της Χρυσής Αυγής. Προφανώς υπάρχει μια σχέση αλλά είναι πολύ πιο σύνθετη από όσο συχνά παρουσιάζεται. Πάντως δεν είναι η κρίση που γέννησε τη Χρυσή Αυγή, όμως αυτή της έδωσε ένα προνομιακό περιβάλλον για να μπορέσει να μεγαλώσει, καθώς σε μια εποχή που θρυμματίζονται οι ιδεολογικές βεβαιότητες εκατομμυρίων ανθρώπων γεννιέται η ανάγκη αναζήτησης νέων ερμηνειών για την πορεία του κόσμου και νέων σχεδίων για την αλλαγή του. Το ότι η πρόταση της Χρυσής Αυγής δεν είναι καθόλου νέα και ότι οδηγεί στην καταστροφή το γνωρίζουμε, το γεγονός όμως ότι υπήρξαν απλοί άνθρωποι που είδαν εκεί τη λύση των προβλημάτων είναι αποτέλεσμα άγνοιας, για την οποία είναι πολλοί αυτοί που φέρουν σοβαρή ευθύνη.

Σημαντική θεωρώ την ερώτηση για την πιθανότητα να παραμείνει στην κοινωνία κάτι από αυτά που έφερε η Χρυσή Αυγή. Η απάντησή μου είναι σκληρή για τα άλλα κόμματα: θα παραμείνουν για ένα χρονικό διάστημα αυτά για τα οποία τα άλλα κόμματα αποδέχτηκαν στην πράξη ότι ανήκουν στο πλαίσιο της πολιτικής νομιμότητας και της κοινωνικής κανονικότητας, και αυτά είναι δυστυχώς πολλά. Πιο επικίνδυνα ακόμη είναι αυτά που έμμεσα υιοθετήθηκαν από τα άλλα κόμματα, και αφορούν κυρίως στον τρόπο πρόσληψης και ερμηνείας της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων. Η υποχώρηση του αριστερού λόγου για την αιτία των οικονομικών κρίσεων (με τις επεξηγηματικές αναφορές στη φύση του καπιταλισμού) προς όφελος ενός εθνικού λόγου που ερμηνεύει την κρίση ως σύγκρουση εθνών είναι φανερό ότι έχει ενισχύσει ιδέες που βρίσκονται πιο κοντά στη Χρυσή Αυγή απ’ ό,τι στη μαρξιστική θεώρηση των πραγμάτων. Θα χρειαστούμε πολλή δουλειά για να διαλύσουμε τις συγχύσεις και ν’ αποκαταστήσουμε τον ορθό λόγο. Και το εγχείρημα αυτό θα γίνεται όλο και πιο δύσκολο, όσο περισσότερο διαρκεί αυτή η κατάσταση.

Αφιερώσατε μεγάλο μέρος της ζωής σας στην εκπαίδευση, θέμα που καταλαμβάνει μεγάλο μέρος στα γραπτά σας. Σε μια μεταρρύθμιση που θα αλλάξει ριζικά την κατεύθυνση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα ποια θα πρέπει να είναι τα βασικά χαρακτηριστικά; Ποιος ο ρόλος των ανθρώπων της εκπαίδευσης;

Επιτρέψτε μου να διορθώσω λίγο τη διαπίστωση που υπάρχει στην αρχή της ερώτησής σας. Δεν αφιέρωσα τυχαία μεγάλο μέρος της ζωής μου στην εκπαίδευση, αλλά έτυχε να γεννηθώ στην Αριστερά, να μεγαλώσω σ’ αυτήν από τις πρώτες μέρες της ζωής μου που ξεκίνησα να «συνοδεύω» τη μητέρα μου στις φυλακές, και να επιλέξω αργότερα -συνειδητά πια- να ζήσω τη ζωή μου στο πλαίσιο της και να διαμορφωθώ ανάλογα.

Για την Αριστερά μας, λοιπόν, η εκπαίδευση αποτελούσε κεντρικό τμήμα της πολιτικής της, των αγώνων της και του προβληματισμού της σχετικά με την οικοδόμηση μιας ανθρώπινης κοινωνίας. Στις αλλαγές που υποσχόταν να κάνει στην εκπαίδευση θεμελίωνε όλες τις υποσχέσεις της για κοινωνική δικαιοσύνη, για ανάπτυξη, για άνθηση του πολιτισμού, και, τέλος, για οικονομική ευημερία της χώρας και του κάθε ανθρώπου χωριστά. Η Αριστερά μας μοιραζόταν με τον τρόπο αυτό όχι μόνο τα όνειρα πολλών γενεών σε όλο τον κόσμο αλλά ταυτόχρονα και τις λεπτομερείς επεξεργασίες χιλιάδων αριστερών παιδαγωγών των τελευταίων εκατό ετών.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο είχα την τύχη, και φυσικά επέλεξα, να συμμετάσχω ενεργά ως μαθητής στο κίνημα του 15%, ως φοιτητής στη Γερμανία στο κίνημα του ’68 και στους ρηξικέλευθους προβληματισμούς του για τις κοινωνικές διαστάσεις της εκπαίδευσης και τη σημασία της στο εγχείρημα αλλαγής του κόσμου, ως πανεπιστημιακός στις πρώτες προσπάθειες εφαρμογής στην πράξη των δικών μας αριστερών οραμάτων. Άρα, δεν ήταν ούτε ένα τυχαίο γεγονός, ούτε βιοποριστικοί λόγοι ούτε μια ιδιαίτερη «κλίση» που με οδήγησαν ν’ αφιερώσω στην εκπαίδευση μεγάλο μέρος της ζωής μου: ήταν το γεγονός ότι η σοβαρή και επιστημονική ενασχόληση με την εκπαίδευση αποτελεί συστατικό της ταυτότητας του αριστερού ανθρώπου, τουλάχιστον από τη στιγμή που ο Μαρξ, διαπιστώνοντας την κεντρική σημασία της για την αλλαγή του κόσμου, διατύπωσε την τρίτη θέση του για τον Φόιερμπαχ.

Εσείς, πολύ νεώτερη στην ηλικία, θα απορείτε ίσως γιατί σας τα λέω όλα αυτά. Σας τα λέω για να εξηγήσω την απόφασή μου να μην απαντήσω στο ερώτημά σας για τα χαρακτηριστικά μιας αναγκαίας μεταρρύθμισης σήμερα, με τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Επειδή συνειδητά αποφεύγω τη δημόσια κριτική αυτή την εποχή, εκφράζω απλώς την ευχή εκείνοι που ανέλαβαν την ευθύνη για την εκπαίδευση να υποψιάζονται τον πλούτο γνώσεων που συσσώρευσαν γενιές ολόκληρες μάχιμων αριστερών παιδαγωγών, και να τον αναζητήσουν (αν και ως προς αυτό έχουν έρεισμα οι σχετικές αμφιβολίες, που ήδη έχουν διατυπωθεί από πολλές πλευρές). Προσωπικά δεν έχω να συμπληρώσω τίποτε από όσα εισηγήθηκα στα σεμινάρια με τίτλο «Εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις για τον 21ο αιώνα», που έκανα το 1999 για στελέχη του κόμματος στο πλαίσιο της Εταιρείας Πολιτικού Προβληματισμού «Νίκος Πουλαντζάς», τα οποία αποτελούσαν επίσης το περιεχόμενο των ομιλιών μου σε πολλές πόλεις της Ελλάδας στην προεκλογική εκστρατεία του 2000 (και όχι μόνο).

Απαντώ όμως στο ερώτημα για τον ρόλο των εκπαιδευτικών: μια προοδευτική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνον ως δημόσιο εγχείρημα, όπου η συμμετοχή των εκπαιδευτικών –τόσο ως οργανωμένα σύνολα όσο και ως άτομα- θα είναι αποφασιστική.

«Για την ανεπίτρεπτη πολυτέλεια μιας κυβερνητικής αποτυχίας», αναφέρετε στον πρόλογό σας. Πως βλέπετε τις πολιτικές εξελίξεις;

Επιμένω ότι «μια κυβερνητική αποτυχία» αποτελεί «ανεπίτρεπτη πολυτέλεια» για την Αριστερά και τη χώρα, όπως έγραψα αμέσως μετά τις εκλογές. Και επιμένω ότι όλοι και όλες πρέπει να κάνουμε τα πάντα ώστε να μη συμβεί κάτι τέτοιο. Προσέξτε, όμως, εγώ δεν βλέπω την Αριστερά στην εξουσία ως μια μονοθεματική κυβέρνηση, ακόμη και εάν το θέμα είναι τόσο σοβαρό, όπως είναι η απαλλαγή από τα μνημόνια. Η Αριστερά θα κριθεί τελικά θετικά ή αρνητικά όχι αποκλειστικά από την επιτυχία ή τον «έντιμο συμβιβασμό» στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, αλλά από την ύπαρξη ή όχι πράξεων που σηματοδοτούν την αρχή μιας πορείας προς μια ριζικά καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία. Μια κοινωνία, που θα στηρίζεται στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας των ανθρώπων και στην αλληλέγγυα σχέση μεταξύ τους. Μια κοινωνία, όπου ο κοινωνικός πλούτος θα είναι πραγματικά δημόσιος και θα επενδύεται σε τομείς που αφορούν κυρίως τους φτωχούς. Κι αυτά δεν είναι όλα δύσκολα πράγματα. Σκεφτείτε π.χ. ότι μια αριστερή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση απελευθερώνει αυτόματα 872 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο που πληρώνονται από τις οικογένειες για –νόμιμα!- φροντιστήρια. Τι τεράστια οικονομική βοήθεια θα ήταν αυτή στην εποχή της ανθρωπιστικής κρίσης, και πόσο αντιδραστική είναι η παράλειψη ή η παρεμπόδιση μιας τέτοιας μεταρρύθμισης! Και είναι πολλές οι δυνατές μεταρρυθμίσεις αυτού του είδους που, εφόσον μπουν στη διαδικασία εφαρμογής, θα δείξουν στον κόσμο ότι έχει νόημα να υπερασπιστούν μια τέτοια κυβέρνηση, ακόμη και εάν αυτή υποχρεωθεί κάποια στιγμή να επιβραδύνει το βήμα της σε τομείς όπου οι πιέσεις από το εξωτερικό είναι προς το παρόν δύσκολο να απαντηθούν, εξαιτίας των πρόσκαιρων αρνητικών διεθνών συσχετισμών.

Με όλα αυτά θέλω να πω ότι θα είμαι αισιόδοξος εάν αρχίσουν να εφαρμόζονται κάποιες αυτονόητες αριστερές πολιτικές και δεν θα θυσιάζονται σε μια μονοθεματικότητα, που βεβαίως προς το παρόν προσφέρει υψηλά ποσοστά συγκατάθεσης από ένα «εθνικό ακροατήριο» αλλά ήδη αρχίζει να εξαϋλώνει το μεγάλο πλεονέκτημα της Αριστεράς, που είναι η υπόσχεση, όχι μόνο να ερμηνεύσει και να διαχειριστεί τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο αλλά, να τον αλλάξει προς την κατεύθυνση της ανθρώπινης κοινωνίας.

 

* Τσιακαλος, Γ. 2015 Για τη ναζιστική ακροδεξιά και την πολιτική καθημερινότητα στην εποχή της κρίσης,  Επίκεντρο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ασφυξία διά της ασφάλειας. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Συνάντηση Α. Τσίπρα με την Ρ. Δούρου την Τρίτη