in ,

#58ΦΚΘ Μέρα πέμπτη, Θυμάμαι

#58ΦΚΘ Μέρα πέμπτη, Θυμάμαι

Ήρθα σήμερα εδώ για να μιλήσω για τον φίλο μου Νίκο Γκροσδάνη, αποφεύγοντας να τον ενημερώσω για το τι θα πω.

Στην αρχή βεβαίως η πρώτη μου σκέψη ήταν να μιλήσω για τον άνθρωπο, τον συνεργάτη, τον θαυμαστή,  τον επίμονο συλλέκτη, τον θεατή Νίκο.

Όμως η ίδια η μυθολογία του ονόματος Γκροδσάνης στην πόλη είναι σε όσους αγαπούν τον κινηματογράφο και την μουσική, από χρόνια γνωστή.

Του Τέλλου Φίλη

Γνωστή είναι επίσης κι η συνήθεια, αυτό που στα ελληνικά συνηθίζουμε να ονομάζουμε hobby, με την αποδελτίωση αποκομμάτων για το σύνολο σχεδόν των ελληνικών μύθων του Σύγχρονου Πολιτισμού μας.  Εκατοντάδες χειροποίητοι τόμοι με αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών για τους ογκόλιθους του Ελληνικού Πολιτισμού.

Άρα μάλλον θα επαναληφθώ σκέφτηκα. Επίσης αυτό δεν είναι το πρώτο του βιβλίο. Έχει ήδη εκδώσει 3 εξαιρετικά βιβλία για μας που τον παρακολουθούμε κι ένα αφιέρωμα – τόμο πραγματικά-  ήδη συλλεκτικό για τον Μάνο Χατζιδάκι από γνωστό λογοτεχνικό περιοδικό εξαιρετικών αισθημάτων.

Διαβάζοντας το καινούργιο του βιβλίο αναρωτιόμουν που σταματά το χρονικό και που αρχίζει η λογοτεχνία. Το «Θυμάμαι» ενώ μοιάζει σαν ένα χρονικό των πρώτων χρόνων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, τελικά με τον τόσο προσωπικό τρόπο γραφής του κι παρεμβάλλοντας πολλά πολιτικοκοινωνικά γεγονότα μαζί με προσωπικές σκέψεις με αυτόν το απαράμιλλο δικό του τρόπο που τον καθιστά έναν σύγχρονο παραμυθά του παλιού καιρού-ξέρετε αυτούς που σαν παιδιά κρεμόμαστε τά χείλη τους και δεν θέλουμε να σταματήσουν- σκέφτηκα πως ετούτο το βιβλίο είναι κάτι πολύ πιο σπουδαίο από μια καταγραφή. Ναι είναι λογοτεχνία. Είναι ένα μυθιστόρημα των χρόνων μου, των χρόνων μας. Με αυτή την ατμόσφαιρα αντί-λογοτεχνίας όπως την ορίζει ο Ιβαν Γιανμπλονκά στην επίσης σπουδαία του μελέτη « Η Ιστορία σαν μια σύγχρονη λογοτεχνία – Μανιφέστο για τις κοινωνικές επιστήμες.»

Γιατί ενώ σήμερα τα μυθιστόρημα κυριαρχεί στη λογοτεχνία. (Πρόκειται ασφαλώς για ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός είτε μας αρέσει είτε όχι.)  Υπάρχει και μια άλλη λογοτεχνία, χωρίς πλήρως προσδιορισμένο όνομα, ενεργή και εκ φύσεως συνδεδεμένη με την πραγματικότητα. Τα κείμενα της συγκροτούν μια λογοτεχνία της σαφήνειας. Φέρουν τα ίχνη του ιστορικού συλλογισμού σε βαθμό τέτοιο που η ανάγνωσή τους και η ύπαρξη τους γενικότερα τα καθιστά μέρος από τις σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες.

Το να αποδείξουμε τη λογοτεχνικότητα των κοινωνικών επιστημών ισοδυναμεί βεβαίως με το να θέλουμε να θεμελιώσουμε μια λογοτεχνία του πραγματικού, που χαρακτηρίζεται πάνω απ΄ όλα από τη σχέση της με τον κόσμο, το κοινωνικό γίγνεσθαι, την στιγμή των συμβάντων που περιγράφει.

Αυτή η νέα αχαρτογράφητη ακόμη λογοτεχνία από τους κριτικούς και τους θεωρητικούς αναλυτές, δεν ορίζεται ούτε από το θέμα της ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ , ούτε από αυτό που της λείπει ΤΗ ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ,  αλλά από την επιθυμία της να κατανοεί και από τη δύναμη της να εξηγεί. Με άλλα λόγια αν υπάρχει λογοτεχνία του πραγματικού, είναι γνωστική μάλλον, παρά ρεαλιστική. Αυτή είναι η περίπτωση του Νίκου Γκροσδάνη στο ΘΥΜΑΜΑΙ. Στα όρια ανάμεσα  στο Βιωματικό και το Γνωστικό. Αντί να επινοεί ή να μιμείται την πραγματικότητα, την καταθέτει υποκειμενικά με το δικό του οπτικό πρίσμα κι αυτό

Καταφέρνει να  διαφωτίζει μια ολόκληρη εποχή πέρα από το βασικό της θέμα που είναι τα Φεστιβάλ.

Ουσιαστικά τα κείμενα που απαρτίζουν το συγκεκριμένο βιβλίο τα θεωρώ  κοινωνιολογικό χρυσορυχείο.  Αυτά τα κείμενα που αυθαίρετα σήμερα υποστηρίζω ότι είναι τέλεια δείγματα μιας λογοτεχνίας-κοινωνικής επιστήμης, βασίζονται σε δομικούς κανόνες γραφής, και ταυτόχρονα δρουν απελευθερωτικά στην ανάπτυξη τους.

Είναι μια λογοτεχνία νέας κοπής που φτιάχνεται από τεκμήρια, παραθέματα, αποσπάσματα, αποκόμματα, ίχνη, μια λογοτεχνία κομματιασμένη,  μια αντι-λογοτεχνία, κατά κάποιον τρόπο, που δεν επιζητεί να «είναι τέτοια» και παρ’ όλα αυτά είναι, επειδή είναι έρευνα.  Έρευνα του πραγματικού και μαζί έρευνα του εαυτού. Τούτη η λογοτεχνία ωφελείται από την αυτοαναφορικότητα στις κοινωνικές συνισταμένες της και από την εξαιρετική της ικανότητα να προσαρμόζεται σε μια ιδιωτική φωνή-γραφή απόλυτα ρεαλιστική  σχεδόν σαν εν κοινωνικό ρεπορτάζ κάτι σαν οπτικοακουστικό ινσταλέισιον ή σαν το θέατρο ντοκουμέντο.

Επίσης βρίσκω πως είναι ιστορική, κοινωνιολογική και βεβαίως ανθρωπολογική.

Απαντά δηλαδή ακόμη κι άθελα απ τις προθέσεις του συγγραφέα στη διπλή πρόκληση : από τη μια ανανέωση της γραφής σε αυτό που ορίζουμε κοινωνικές επιστήμες και από την άλλη μια πρόταση για μια γραφή των χρόνων μας πέρα από αυτή καθεαυτή την καταγραφή των συγκεκριμένων γεγονότων.

Ο Ζαν Ζενε πολύ σωστά είχε δηλώσει ότι το μυθιστόρημα αποτελεί στις μέρες μας τη «συνταγματική λογοτεχνία». Ο Νίκος Γκροδάνης ακριβώς επειδή η μυθοπλασία έχει αυτό το προνόμιο, αποφεύγει τον σκόπελο τέτοιων συγκρίσεων σε μια πρώτη βιαστική ανάγνωση. Βεβαίως και το Χρονικό του δεν είναι μυθιστόρημα Είναι όμως Λογοτεχνία. Ενεργοποιεί μέσω της μνήμης  την κριτική του οξυδέρκεια, δημιουργώντας συνθήκες απολαυστικές στην ανάγνωση, υπαρκτών προσώπων και καταστάσεων ξέροντας από διαίσθηση (αλλά μου επιτρέπετε να υποψιάζομαι και με βαθιά γνώση καθότι είναι σπουδαίος βιβλιοφάγος)  ότι για να κάνει ιστορία και λογοτεχνία με διαφορετικό τρόπο, θα πρέπει πρώτα να γυρίσει την πλάτη στην ιστορία και τη λογοτεχνία.

Με λίγα λόγια λειτουργεί με την οξύμωρη αντιδιαστολή :

«Για να γράψουμε, ας πάψουμε να είμαστε συγγραφείς κι ας γίνουμε χημικοί, δημοσιογράφοι, ιερείς, γιατροί, δικηγόροι, ερευνητές, συλλέκτες, σερβιτόροι, θαυμαστές, θεατές κινηματογραφικών ταινιών,» όπως γράφει κι ο Ιβάν Γιανμπλοκά.

Έτσι ο κος Γκροσδάνης γίνεται ο Ιστορικός του εαυτού του κι εμείς αθώοι αναγνώστες πέφτουμε θύματα αυτής  της γλυκιάς του απάτης  κι αφηνόμαστε να κατακτηθούμε από  τον λόγο του και να κατανοήσουμε εντέλει τα δικά μας αναπάντητα ερωτήματα για το τι είναι σημαντικό τι ασήμαντο και τι ιδιωτική μνήμη σε έξαρση.

Γιατί το κείμενο ενός σύγχρονου γραφιά δεν χρειάζεται να αποκαλύψει το «μήνυμα του Θεού Συγγραφέα» των περασμένων αιώνων. Αλλά οφείλει να είναι ένα υφαντό από παραθέματα που προέρχονται από διάφορες εστίες πολιτισμού» όπως γράφει κι ο Ρολάν Μπαρ.

Ο Νίκος έχει πετύχει με πολύ βάσανο είμαι σίγουρος ,να θάψει τον Συγγραφέα μέσα του και να δημιουργεί με την γραφή του συνθήκες που άπτονται των κοινωνικών επιστημών . Παραθέτει τις πηγές του, δηλώνει τη θέση και την οπτική του στο γεγονός, αντιπαραβάλλει την αντίθετη κριτική σαν συμπληρωματική αλήθεια μιας  πραγματικότητας και δείχνει ιδιαίτερη μαεστρία σε αυτό το λογοτεχνικό Τσικι Τσικι όπως έκανε ο Νίκος Ακριθάκης στα έργα του,  δημιουργώντας, συρράπτοντας, κόβοντας  και επικολλώντας την ιστορία με έναν σπουδαίο τρόπο ολωσδιόλου δικό του ώστε «καταργώντας τον συγγραφέα,  να δημιουργεί τον συγγραφέα της νέας εποχής». Πιστεύει ακράδαντα ότι αυτός ο εκδημοκρατισμός του συγγραφέα καταργεί το φωτοστέφανο του συγγραφέα, κάτι που όλοι μας έχουμε αποδεχτεί σχεδόν εδώ και τρείς αιώνες,  δίνοντας νέο σύγχρονο νόημα στην φράση του Πρίμο Λέβι «ότι στην εποχή μας ο συγγραφέα οφείλει να είναι ένας μη συγγραφέας».

Μακάριοι οι προφήτες, οι μάγοι, οι ποιητές-προφήτες , οι συγγραφείς-σαμάνοι. Αλλά αν δεν ανήκει κάποιος σε αυτούς τους εκλεκτούς έχει πάντα την δυνατότητα να γίνει ερευνητής, μάρτυρας, γραφιάς,  ένας σκριβάνος όπως λέει κι ο θεωρητικός και σκηνοθέτης Ζωρζ Περέκ, ο ερευνητής που ακολουθεί τα ίχνη του ανθρώπου που χάθηκε, των αξιών που εκλείπουν, του κόσμου που έδυσε, της εποχής που τελείωσε ή των ανθρώπων που σαν γνήσια χρυσόψαρα έχουμε ξεχάσει για να αποφεύγουμε τη σύγκριση μαζί τους.

Αυτό καταφέρνει ο Νίκος Γκροσδάνης και γι αυτό όσο κι αν το αρνηθεί γράφει λογοτεχνία δείχνοντας με τον γνωστό ύπουλο  κινηματογραφικό του τρόπο,  τον δρόμο που μας αξίζει να πορευτούμε στον αιώνα μας,  μέσα από τη μνήμη,  την επιμονή του συλλέκτη και την αθωότητα του θαυμαστή- θεατή.

Τέλλος Φίλης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

1917-2017: Το Κόκκινο και το Μαύρο. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Paradise Papers: Περί τα 8 τρισ. ευρώ σε φορολογικούς παραδείσους