in ,

56ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (3)- Θετικές εντυπώσεις

56ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (3)- Θετικές εντυπώσεις

Του Στράτου Κερσανίδη

Το κριτικό αυτό σημείωμα γράφτηκε μία μέρα μετά από την Πανελλαδική Απεργία της 12ης Νοεμβρίου. Έχοντας δει το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών ταινιών που προβάλλονται στο πλαίσιο του 56ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, οφείλουμε να σταθούμε στις θετικές εντυπώσεις που έχει αφήσει η φετινή εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή. Υπάρχουν μάλιστα κάποιες ταινίες οι οποίες δεν είναι απλά ικανοποιητικές αλλά κινούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα.

Ας προχωρήσουμε όμως στη σύντομη κριτική μας προσέγγιση κάποιων από τις ταινίες που έχουμε δει.

«Μποξ» (Box), του Φλορίν Σερμπάν (Ρουμανία-Γαλλία-Γερμανία): Ένας 19χρονος μποξέρ γοητεύεται από μια κατά 15 χρόνια μεγαλύτερή του ηθοποιό. Και ενώ ετοιμάζεται για να κάνει το μεγάλο άλμα στην καριέρα του, την πολιορκεί. Εκείνη με τη σειρά της, αντιμετωπίζει προβλήματα με το γάμο της και ενώ προσπαθεί να αποθαρρύνει το νεαρό δεν βλέπει αδιάφορα το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν. Τη μέρα του μεγάλου αγώνα η γυναίκα τον αναζητά ενώ εκείνος θα βρεθεί με τη διαφθορά των αθλητικών παραγόντων.

Ισορροπημένη ταινία η οποία κρατά χαμηλούς τόνους. Στρωτό σενάριο απλή γραμμική σκηνοθετική προσέγγιση. Οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα ματιά αλλά ο ρουμάνικος κινηματογράφος μας έχει προσφέρει πολύ πιο δυναμικές παρουσίες. (ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ)

«Ο θησαυρός» (Comoara), του Κορνέλιου Πορουμπόιου (Ρουμανία-Γαλλία): Ο Κόστι ζει ήσυχα μέχρι τη μέρα που ο ένας γείτονάς του, του αποκαλύπτει το μυστικό για έναν θησαυρό που βρίσκεται θαμμένος στο σπίτι των παππούδων του σε ένα χωριό. Επειδή ο ίδιος δε διαθέτει χρήματα για την επιχείρηση, ζητά τη βοήθεια του Κόστι. Οι δύο άνδρες και με τη βοήθεια ενός ανιχνευτή μετάλλων, αρχίζουν να ψάχνουν για το θησαυρό.

Μια ακόμη σημαντική στιγμή για έναν από του πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του, λεγόμενου Νέου Ρουμανικού Κινηματογράφου (ΝΡΚ). Βασισμένος σε ένα καλοδουλεμένο σενάριο, το οποίο από την αρχή μας δίνει «κλειδιά» για να το ξεκλειδώσουμε (π.χ. η ιστορία του Ρομπέν των Δασών που διαβάζει στο γιο του), ο Κορνέλιου Πορουμπόιου, προσθέτει τη σκηνοθετική του δεινότητα κι αρχίζει να κεντά βελονιά-βελονιά το εργόχειρό του. Μέσα από μια φαινομενικά απλή ιστορία, καταδεικνύει την κατάσταση στη χώρα του ασκώντας δριμεία κριτική σε ένα σύστημα που έχει καταβαραθρώσει τις πραγματικές αξίες και τις έχει αντικαταστήσει με αξίες κίβδηλες. Ένα ολόκληρο σύστημα το οποίο στηρίζει τον ψεύτικο κόσμο της κερδοσκοπίας, που ως πυλώνες τη διαφθορά του κράτους και το χαφιεδισμό. Κι έρχεται ο Κόστι για να αναδείξει τη μηδαμινότητα αυτού του ψεύτικου κόσμου και, ως Ρομπέν των Δασών, να τον υπονομεύσει. (ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ)

«Στην κουζίνα», του Σπύρου Αμοιρόπουλου: Έξι διαφορετικές αλλά με πολλές ομοιότητες ιστορίες, με έξι ζευγάρια, σε έξι κουζίνες. Με όχημα τη ζωγραφική η οποία κάθε φορά αποτελεί την αφορμή για να ξεκινήσουν οι διάλογοι, ο Αμοιρόπουλος «ζωντανεύει» το σενάριο του Ζωτήρη Ζήκου.

Η ταινία διαθέτει πολλά θετικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα το «κοίταγμα» της κάμερας επάνω στους ηθοποιούς αλλά και το «κοίταγμά» της επάνω στους πίνακες σε συνδυασμό με τον τρόπο που παρεμβαίνουν στη δράση και ανάμεσα στους πρωταγωνιστές. Τα αρκετά μεγάλα κενά στους διαλόγους τα οποία προσωπικά με κούρασαν ίσως θα έπρεπε να παραλειφούν. Κι ακόμη νομίζω πως πρέπει να σημειώσουμε μερικές αδύναμες ερμηνείες οι οποίες αποδυναμώνουν τη δύναμη των σιωπών που υπάρχει στη σκηνοθεσία αλλά και των διαλόγων που υπάρχουν στο σενάριο. (ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ)

«Μέλος οικογένειας», του Μαρίνου Καρτίκκη: Ένα αντρόγυνο, ο Γιώργος και η Σοφία, έχουν ένα μίνι μάρκετ και προσπαθούν να μεγαλώσουν τα δυο τους παιδιά και να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές δυσκολίες και τα δάνεια. Ο πατέρας της Σοφίας που ζει μαζί τους, βοηθά με τη πενιχρή του σύνταξη. Όταν ο παππούς θα πεθάνει ξαφνικά  στον ύπνο του, η οικογένεια θα αποφασίσει να αποκρύψει το γεγονός για να μη χαθεί η σύνταξη.

Η πολύ ενδιαφέρουσα αυτή ταινία είναι μια ακτινογραφία της μεγάλης οικονομικής κρίσης που περνά η Κύπρος. Ο Καρτίκκης οικοδομή μια ιστορία απόκρυψης, ψέματος και πλαστοπροσωπίας αλλά και μια ιστορία αγάπης, αυτοθυσίας, τρυφερότητας και ευαισθησίας. Η συμβατική σκηνοθεσία αδικεί τη δυναμική του σεναρίου. (ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ)

«Οι εντυπώσεις ενός πνιγμένου», του Κύρου Παπαβασιλείου: Ένας άνδρας περιφέρεται στο χώρο. Δεν ξέρει ποιος είναι, ρωτά κι αναζητά την ταυτότητά του. Μαθαίνει για έναν αυτόχειρα ποιητή, του λένε πως είναι αυτό ο αυτόχειρας και πως το όνομά του είναι Κώστας Καρυωτάκης. Η περιπλάνηση συνεχίζεται σε ένα περιβάλλον παράξενο, γεμάτο μυστήριο, απόκοσμο.

Νομίζω πως ο σκηνοθέτης διαθέτει τις καλές προθέσεις αλλά δε διαθέτει ένα σενάριο με το οποίο θα καταφέρει να αρθρώσει με πειστικότητα αυτό που θέλει να μας πει. Στα ίδια επίπεδα κινείται και η σκηνοθεσία η οποία μετεωρίζεται χωρίς να αποφασίζει εάν θα απογειωθεί ή θα πατήσει στέρεα στη γη. Έτσι χαραμίζονται και οι τεχνικές αρετές της ταινίας. Δυστυχώς! (ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ)

«Τετάρτη 04:45», του Αλέξη Αλεξίου: Ένας ένδρας, ο Στέλιος, είναι ιδιοκτήτης ενός φημισμένου τζαζ κλαμπ. Σε κάποια δύσκολη στιγμή δανείστηκε από ένα ρουμάνο τοκογλύφο ο οποίος απαιτεί να του εξοφλήσει το χρέος άμεσα. Ο Στέλιος κινδυνεύει να χάσει το μαγαζί του, η γυναίκα του σκέφτεται να τον εγκαταλείψει, ο κύκλος στενεύει και πρέπει μέσα 32 ώρες να βρει τη λύση. Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν και η ζωή του Στέλιου κρέμεται από μία κλωστή.

Υποκλίνομαι μπροστά σε μια ελληνική ταινία η οποία αποτελεί την επιτομή του σινεμά. Το σκοτεινό νουάρ του Αλεξίου διαθέτει –κατά την άποψή μου- όλα όσα χρειάζεται μια ταινία για θεωρηθεί επιτυχημένη, τόσο καλλιτεχνικά όσο και εμπορικά. Σταθερό και με κάθε λεπτομέρεια δομημένο σενάριο, σύγχρονη, σφιχτοδεμένη και με ρυθμό σκηνοθεσία, απόλυτα ταιριασμένη κι ατμοσφαιρική μουσική, υποβλητική, σκοτεινή, «απειλητική» φωτογραφία, υψηλού επιπέδου ερμηνείες. Δράση, σασπένς και σκηνές που δείχνουν έμπνευση και έλεγχο επάνω στο κινηματογραφικό μέσο. Η τελική σκηνή του αλληλοσκοτωμού σε μια ταράτσα, με τη βροχή να πέφτει συνεχώς ενώ τα πιστόλια ξερνούν μολύβι, είναι αντάξια ενός Μπράιαν ντε Πάλμα. Κι ύστερα έρχεται το υπόβαθρο. Η δεύτερη ματιά, το δεύτερο επίπεδο, η αιχμηρή ματιά στην πραγματικότητα.

Μια κοινωνία σε κρίση, μια χώρα δεμένη χειροπόδαρα με τους δανειστές να σφίγγουν τη θηλιά, ένας λαός αποπροσανατολισμένος με ανθρώπους που στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου. Και τέλος, η έκρηξη, η αντίδραση, η εξέγερση αλλά και το τίμημα.

Ο Αλέξης Αλεξίου παρασέρνει τους θεατές μέσα στον επικίνδυνο κόσμο του, αφυπνίζοντας τις συνειδήσεις και προσφέροντας την απόλυτη κινηματογραφική απόλαυση. (ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ)
«Silent», του Γιώργου Γκικαπέππα: Η Διδώ επιστρέφει από το εξωτερικό όπου σπούδαζε τραγούδι. Κλείνεται στο σπίτι και δε μιλά σε κανέναν. Ούτε στο φίλο της, ούτε στην αδελφή της, ούτε στους γονείς της. Η Διδώ έχει πάθει αφωνία, δεν έχει χάσει την ικανότητά της να ομιλεί αλλά για κάποιον ψυχολογικό λόγο αρνείται να μιλήσει.

Μετά από τη θαυμάσια «Πόλη των παιδιών», ο Γκικαπέππας έρχεται με μια ακόμη ταινία να κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Με μια καταπληκτική Κίκα Γεωργίου, η οποία επί 90 λεπτά ερμηνεύει το ρόλο της χωρίς να μιλά, ο σκηνοθέτης μας βυθίζει μέσα στον κόσμο της αποξένωσης και της απομόνωσης της ηρωίδας του. Οι διάλογοι, ή μάλλον οι μονόλογοι, όσων την επισκέπτονται και προσπαθούν να καταλάβουν τι της έχει συμβεί και να της αποσπάσουν, έστω μια λέξη, μας φέρνουν σε επαφή με τη μέχρι τώρα ζωή της. Στιγμές έντασης, εξάρσεις, κορυφώσεις κι άλλες στιγμές ηρεμίας και προσέγγισης. Η κάμερα κινείται κυκλικά μέσα στο χώρο. Θεατρικό έργο, ναι, θα μπορούσε να είναι τέτοιο. Αλλά είναι κινηματογράφος και είσαι σαφώς τέτοιος. Πώς να μην είναι όταν ο σκηνοθέτης, στην κορυφαία σκηνή της ταινίας, όταν γίνεται η οικογενειακή σύγκρουση, κινεί την κάμερά του αλαφιασμένα, τρέχει, κεντράρει, βλέπει τα πρόσωπα, τις εκφράσεις, σε σταματά ούτε στιγμή, κινείται ακατάπαυτα, τρέχει, είναι το σινεμά μέσα στο θεατρικό χώρο. Και είναι πολύ δυνατό. Τόσο δυνατό και εκκωφαντικό όσο και η σιωπή της νεολαίας. (ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ)

«SMAC», του Ηλία Δημητρίου: Η Ελένη είναι στέλεχος σε τράπεζα. Ενώ μαθαίνει πως πάσχει από καρκίνο, φιλοξενεί στο σπίτι της έναν άστεγο, τον Αντρέα, ο οποίος κοιμάται μπροστά στην πόρτα της πολυκατοικίας της. Η Ελένη ξεκινά τις θεραπείες ενώ η συμβίωση με τον Αντρέα αρχίζει να έχει προβλήματα.

Βλέποντας την ταινία δεν μπόρεσα να καταλάβω πως ο Δημητρίου, ενώ για περίπου μια ώρα τα πηγαίνει πολύ καλά, ξαφνικά χάνει εντελώς τον έλεγχο της ταινίας του. Ενώ όλα κυλούν και η υπόθεση αρχίζει να ξεδιπλώνεται, η ταινία «φορτώνεται» με μια σειρά από ευκολίες και κλισέ που φαίνεται σα να προσπαθεί να εκμαιεύσει συγκίνηση από τις κοινωνικές ευαισθησίες των θεατών. Μια γυναίκα καρκινοπαθής, καλοί μετανάστες που βοηθούν τους συνανθρώπους τους, φαρμακευτικές εταιρίες που κερδοσκοπούν, μαύρη μαγεία (!), άστεγοι, πρεζόνια, λεσβίες. Και όλα αυτά από έναν σκηνοθέτη που γνωρίζουμε τις δυνατότητές του. Εξ ου και η –καλοπροαίρετη- κριτική την οποία δε χαίρομαι που την κάνω. Παρεμπιπτόντως αξίζει να αναφερθούν οι θαυμάσιες ερμηνείες της Βαγγελιώς Ανδρεαδάκη (πάντοτε μου αρέσει) πως του Γιάννη Κοκιασμένου. (ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ)

* Φωτογραφία από την ταινία «Τετάρτη 04:45»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Θεσσαλονίκη: Αποκλεισμός καταστήματος Marks & Spencer από το ΠΑΜΕ

Μια φορά και έναν καιρό… – Once Upon a Time…: έκθεση της Figen Çiftçi στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης